Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

21.

Εκοίταξε τ’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν, και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν· κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει, κυπαρισσένιο ανάερα τ’ ανάστημα σηκώνει, 5 κι ανεί τσ’ αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη. Τότε από φως μεσημερνό η νύχτα πλημμυρίζει, κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει. Τέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα, 10 καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα, όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει· την κοίταζα ο βαριόμοιρος, μ’ εκοίταζε κι εκείνη. Έλεγα πως την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω, καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο, 15 κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου, καν τ’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου· ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη, που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει· σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζει 20 ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει. Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα, γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου, που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου· 25 όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τ’ ανθρώπου, κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου: «Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
30 Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου· τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τ’ αδράξαν, την αδελφή μού ατίμησαν κι αμέσως την εσφάξαν, τον γέροντα τον κύρην μου εκάψανε το βράδυ και την αυγή μού ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι. 35 Στην Κρήτη . . . . . . . . . . Μακριά ’πό κείθ’ εγιόμησα τες φούχτες μου κι εβγήκα. Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χω· σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο.»


___

στ. 3-4

Κρίνος τ’ ανάστημα ψηλό, που ο ήλιος το φωτίζει,
στέκει στο πέλαο σαν αφρός χωρίς να το συγχύζει.


στ. 4
Κυπαρισσένιο και χυτό τ’ ανάστημα σηκώνει
*
Κυπαρισσένιο ανάστημα με χάρη αντισηκώνει


στ. 5
Κι είχε τσ’ αγκάλες ανοιχτές π’ αστράφτανε σαν κρίνοι


στ. 5-6
Εις την αγάπη τ’ Ουρανού, που τόση δόξα εντύθη,
μ’ αγάπη ανταποκρίνεται, που τσ’ έτρεμαν τα στήθη.


στ. 6
Κι ανάβρυσε κάθε ομορφιά και κάθε καλοσύνη


στ. 9-10
Τέλος σ’ εμέ που βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμήθρα
*
Στη μυστική γαλήνη εγώ στημένος μες στα ρείθρα
μνέσκω σαν κάτα τον Βοριά η πετροκαλαμήθρα
*
Ωσάν Βοριάς αυτή, κι εγώ σαν πετροκαλαμήθρα


στ. 14-16
Καν σ’ Εκκλησιά ζωγραφιστή, καν εις τη φαντασιά μου,
καν όταν ήμουνα μικρός στ’ άδεια τα ονείρατά μου.


στ. 17
Ήτανε γνώρα παλαιή


στ. 19-20
Ωσάν το ρεύμα το γλυκό οπ’ έξαφν’ αναβρύζει
από το σκότος του βουνού κι ο ήλιος το στολίζει
*
Σαν από βράχο σκοτεινό βρύσ’ ηλιοστολισμένη
*
Σκοτεινού βράχου και βαθιού βρύσ’ ηλιοστολισμένη


στ. 26
Γνωρίζετε την άβυσσο


στ. 29
Τούτ’ η ψυχή είναι βαθιά κι εγιόμισ’ από πόνο


στ. 36
Μία φούχτα από το χώμα της εγιόμισα κι εβγήκα.
*
Εγιόμισα οχ το χώμα της τες φούχτες μου κι εβγήκα


στ. 38
Κρεμιούμαι από την άβυσσο κι αυτό βαστώ μονάχο.