Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

[Ο θάνατος του Λάμπρου και της Μαρίας]

[27]

Και εξεψύχησε ο Λάμπρος με το στόμα ολάνοιχτο, όχι εις την ανάπαψη του Κυρίου. Αλλά ποίος θα του κλείσει τα μάτια; Πού είναι η Μαρία, η δύστυχη Μαρία; Αυτή λείπει από τα χαράματα. Επεριπλανάτο εις τον κάμπο μονάχη χαμογελώντας, και οι αχτίνες του ηλίου, οπού ανατέλλοντας εκαλούσε τους θνητούς να χαρούν τη ζωή, αναγάλλιαζαν μέσα εις όλα τα ησυχότατα νερά της ερημίας· ολόστρωτη ακίνητη ήταν η μέση της λίμνης ωσάν γαλάζια κόρη οφθαλμού που μένει ατάραχη όταν του μελλοντος μέριμνα δεν έρχεται να την πειράξει. Αλλά εις την άκρη της λίμνης εδώ και εκεί σκόρπια τα δέντρα που την ετριγύριζαν εξαναφαίνονταν εις το μάτι απαράλλαχτα όπως είναι. Η μαύρη Μαρία επλησίασε αυτού, αφού εγύρισε όλα εκείνα τα μέρη, και βλέποντας τα αντικείμενα εκεί μέσα να αντανακλώνται, εις το τυφλωμένο λογικό της εφαντάσθηκε ότι εκείνος ήταν άλλος κόσμος· εκοντοστάθηκε, και υψώνοντας τα μακρία της χέρια και δείχνοντας εις την όψη της το χαμόγελο της τρέλας, εμουρμούρισε εις τα χείλη της: «Εκείνος βέβαια θε να είναι κόσμος καλύτερος από τούτον, κι εγώ θα ετοιμασθώ να πάω εκεί. Θα ιδώ, τάχα, θα ιδώ αν κι εκεί πέρα δεν θα ευρεθεί ούτ’ ένα χέρι ελεημονητικό να απλωθεί προς εμένα. Γιατί εις τη γη τούτη έχω τόσους καιρούς οπού διαβαίνω ξιπασμένη ανάμεσα εις τόσα προσώπατα ξένα, ως να είχα πρωτοφανεί τώρα ομπροστά τους. Θα πάω εκεί πέρα· ας στολισθώ λοιπόν όσο μπορέσω καλύτερα, μη με καταφρονέσουν οι νέοι ξένοι εκεί κάτω.»
Έτσι λέγοντας άπλωσε τα λιγνά της δάχτυλα εις κάτι αγριόχορτα οπού εφύτρωναν εις την ερημία, έπλεξε με αυτά ένα στεφάνι εις την τρισάθλια κεφαλή της, έβαλε εις το λαιμό της την πολυστέναχτη πλεξίδα, *

και εις το κύμα, που βλέπει ως τον καθρέφτη, ξανακοιτάει, χαμογελάει, και πέφτει.

[28]

Και βλέπει μέσα στα νερά καθάρια άλλος λάμπει ουρανός, άλλα κλωνάρια.

[29]

«Σκύφτω εδώ μέσα, και ξανοίγω ομπρός μου αναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου.»

[30.*]

Η Μαρία, ενώ πηγαίνει να καταποντισθεί, κοιτάζει καταγής, και βλέποντας τον ίσκιο της λέει: «Εσύ λοιπόν θέλεις να με ακολουθήσεις; Σου εβάρυνε λοιπόν η ζωή εις τούτο τον κόσμο. Ποία είσαι συ; Δε θυμούμαι να σ’ έχω ιδεί ποτέ μου· και είναι πολύ παράξενο να με ακολουθάς τώρα οπού είμαι τόσο δυστυχισμένη· φαίνεσαι ωσάν μία τρελή αυτού καταγής· φυλάξου από τους άντρες, από τα ευωδιασμένα λούλουδα οπού αυτοί βαστούν εις τον κόρφο τους για να μαγεύουν, από τα ψιθυρίσματά τους, από τες κρυφές ματιές…»

[31]

Έμελλε να τελειώσει το ποίημα με την ακόλουθη παρομοίωση, εις την οποίαν επαρασταίνετο η τύχη του Λάμπρου, της γυναικός του και των τέκνων τους: *
Ήταν αδύνατο δέντρο εις ένα δάσος κι άπλωσε τα κλωνάρια του εις άλλο δέντρο· τέσσερα βλαστάρια εβγήκαν από τον κορμό του· επέρασε το αστροπελέκι και δεν άφησε άλλο ειμή το χώμα όπου είχαν ριζώσει,

και δεν έμεινε μήτε ένα κλωνάρι, φιλέρημο πουλάκι να καθίσει, το βράδυ, την αυγή, να κιλαϊδήσει.