Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
ΔΥΟ ΑΣΜΑΤΑ
όπου τραγουδάει η Μαρία

Η Μαρία στέκει στο παραθύρι οπού αγναντεύει τη θάλασσα περιμένοντας τον Λάμπρο· τραγουδάει η απαρηγόρητη μάνα, πρώτα «Τα δύο Αδέλφια», και ύστερ’ από μικρή παύση την «Τρελή Μάνα».*
Οι δυστυχείς —σημειώνει ο ποιητής—συνηθούν να τραγουδούν άσματα ανάλογα με την κατάστασή τους.

Τα δύο αδέλφια *

ΤΡΑΓΟΥΔΙ

[18]


1

Ομοίως τ’ αγγελούδια, ανέσπερα αστέρια, του Πλάστη απ’ τα χέρια, εβγαίναν λαμπρά·

2

5 κι εφώναξαν: «Χαίρε, νεοφώτιστο θάμα!» κι εδένοντο αντάμα με την αγκαλιά.

3

Και τ’ άνθη απ’ τα δέντρα 10 ξεπέφτουν, ιδές τα, παράπολυ η ζέστα του ηλιού τα βαρεί·

4

Ξεπέφτουν ανάμεσα στα χόρτα του τόπου, 15 ως πέφτει του ανθρώπου του μαύρου η ζωή.

5

Η Αυγούλα πού να ’ναι; Κοντεύει το βράδυ που μαύρο σκοτάδι 20 ξαπλώνει στη γη.

6

Πηγαίνει εκεί που ’ναι ψηλό κυπαρίσσι, πηγαίνει στη βρύση· δεν είναι ουδ’ εκεί.

7

25 Στ’ αλώνι, στ’ αμπέλι, στο δρόμο κοιτάζει και τέλος φωνάζει: «Αυγούλα μου, Αυγή

8

«Αυγή μου» συχνότατα 30 του βγήκε απ’ τα στήθη, και «Αυγή μου» απεκρίθη μία άλλη φωνή·

9

πως είν’ της Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη 35 και πρόθυμα εβιάσθη κατά την Αυγή.

10

Εγύρευε ανήσυχος, ωσάν περιστέρι, για νά βρει το ταίρι. 40 Και δεν του βολεί·

11

και τρέχει και τρέχει παντού να κοιτάξει και δίχως να κράξει δε μνέσκει στιγμή.

12

45 Στο μάτι μακρόθεν ο τοίχος ασπρίζει και γύρω του ανθίζει η δάφνη, η μυρτιά·

13

αλλά άνανθη κλαίει 50 ομπρός εις τη θύρα του ανθρώπου τη μοίρα κλωνόγειρτη ετιά.

14

Την είδε προβαίνοντας στη μέση, κι εφώναξε: 55 «Αυγούλα μου, ετρόμαξε ο Ανθός σου πολύ.»

15

Ετούτα λαλώντας κοντά της πηγαίνει· η Αυγούλα σωπαίνει 60 και δεν του μιλεί.

16

Προσκέφαλο κόκκινο της κείται αποκάτου, κρεβάτι θανάτου στενό και πικρό·

17

65 θανάτου στεφάνι τριγύρου στην κόμη· είν’ όμορφη ακόμη στην όψη πολύ.

18

Ο Άγγελος ίσως, 70 που παίρνει το μίλημα, της πήρε με φίλημα γλυκό την ψυχή·

19

γιατί έχει χαμόγελο ακόμη στο στόμα, 75 που λες και στο χώμα δεν πρέπει να μπει.

20

Δεν είν’ πεθαμένη· την όψη τηράτε· κοιμάται, κοιμάται 80 εις ύπνο βαθύ·

21

ανήσυχου ονείρου τρομάρα, μαυρίλα, στα χέρια, στα χείλα, τα χρώματα σβηεί.

22

85 Τη γύρευε τόσο, και τέλος την βρέσκει, ακίνητος μνέσκει για να τη θωρεί.

(Καθίζει εις το προσκέφαλο σιμά στην Αυγούλα).
23

Αθώα πεταλούδα, 90 στης κάψας τη λάβρα, γυρεύει μιαν αύρα για να δροσισθεί.

24

Κι εκεί κατά τύχη σε μνήμα ακουμπάει, 95 που ξάφνου φυσάει μία αύρα γλυκή·

25

το φύσημα αισθάνεται που στέλνει τ’ αέρι κι η αθώα δεν ηξέρει 100 πού κάθεται, πού.

26

«Ψυχή μου» την κράζει το ανήλικο στόμα· δεν ξέρει το σώμα πως είναι νεκρό·

27

105 πως είναι στον τόπο, που δρόμο δεν έχει λαμπρά να μην τρέχει λευκότατο φως.

***
28

Γλυκόφωνο σήμαντρο 110 που κράζει απ’ το σπίτι τον γέρον ερμίτη να πει το σπερνό.

29

Ω σήμαντρο, οπότε καλείς εις το μυρι- 115 στικό πανηγύρι, η ηχώ σου τερπνή·

30

αλλ’ όποτε, ω σήμαντρο, πεθαίνουν αθώοι, κι αργό μοιρολόι 120 αρχίζεις — πικρή·

31

τον ήχο, που τώρα συ κάνεις, μην πάψεις· αλλ’ άργειε να κλάψεις ανθρώπου θανή·

32

125 κι εγώ θέλει παρα- καλέσω την φύση να μη σε γκρεμίσει σεισμού ταραχή.

33

Του Εσπέρου τη λάμψη 130 θωρώ να προβάλει στην έρμην αγκάλη ψηλά τ’ ουρανού.

34

Κι εκεί στου θανάτου τσ’ Αυγούλας κρεβάτι 135 συρίζει δροσάτη πνοή του βραδιού,

35

και τ’ άνθη απ’ το σώμα τσ’ Αυγής εσκορπούσε, την κόμη κινούσε 140 τσ’ Αυγής και τ’ Ανθού.

36

Της παίρνει με χέρι αργό το στεφάνι, το βάνει, το βγάνει απ’ την κεφαλή.

37

145 «Η μέρα βραδιάζει· Αυγούλα, πηγαίνω· κοντά σου πεθαίνω αν μείνω μ’ εσέ·

38

»Αυγούλα, αν δεν έλθεις, 150 για πάντα σε αρνούμαι· φοβούμαι, φοβούμαι, μην έβγουν νεκροί.

39

»Αυγούλα, γιά ξύπνα, γιά ξύπνα, κι αν λάχει 155 και σ’ εύρουν μονάχη, πεθαίνεις και συ.»

40

Στη μάνα πηγαίνει, την βρέσκει που κλαίει, και, «Μάνα», της λέει 160 «μην κλαις που ’μαι δω.

41

»Η Αυγούλα κοιμάται αλήθεια σού λέω· μην κλαις, γιατί κλαίω, μανούλα, κι εγώ·

42

165 »ιδού το στεφάνι· μην γέρνεις στην άλλη μεριά το κεφάλι, τα μάτια μην κλεις·

43

»στ’ αφήνω στα γόνατα, 170 κι ακόμη αν αργήσει η Αυγή να ξυπνήσει, εμέ το φορείς.»

___
στροφή 33-35
Στου αιθέρος την έρημη γαλάζιαν αγκάλη
τη λάμψη του Έσπερου θωρώ να προβάλει,
και βγαίνει η δροσόβολη πνοή του βραδιού·

Κι εκεί μες στο δύστυχο τσ’ Αυγούλας κρεβάτι
τα λούλουδα εσκόρπουνε φυσώντας δροσάτη,
την κόμη ανακάτωνε τσ’ Αυγής και τ’ Ανθού.

στροφή 35 και εξής*
Και τ’ άνθια απ’ το σώμα
τσ’ Αυγής εσκορπούσε
την κόμη κινούσε
τσ’ Αυγής και τ’ Ανθού.
Ο Ανθός παίρνει τ’ άνθια στο χέρι του και *
Και τ’ άνθια μαδάει,
και τ’ άνθια ρωτάει
αν τον αγαπά.
*
Δυο μάδησε απάνω
στο ρεύμα το κρύο
του λεν και τα δύο
πως τον αγαπά.

(Ολίγες στροφές λυρικές απάνου εις τ’ άνθια. Χάριν λόγου, βλέπει ο άνθρωπος μονάχο το κλαδί· έρχεται ο καιρός που γεμίζει από άνθια πολύχροα· την αυγή τα κοιτάζει, τα χαίρεται, τα μυρίζεται, και το βράδυ τού τα σκορπούν εις το σώμα του).
* * * *
Τα φώτα σβημένα ]Τα χέρια δεμένα
ομπρός στην Παρθένα
που βρέφος βαστά.

Αδειανό το γυναιτίκι. Την Κυριακή λάμπουν εκείθεν τόσο εύμορφα μάτια γυναικών […] Αδειανά τα στασίδια,

Εκεί προχωρώντας
εις όλα τα μέρη
του γέρου το χέρι
γυρεύει ψωμί.

Εκεί στο ραβδί του
τα μέλη γειρμένα,
τα ρούχα σκισμένα,
τα γένια λευκά.


Εύμορφο εκείνο το παιδί, ω Παρθένα, που βαστάς εις τες αγκάλες, αλλά είσαι ευμορφύτερη, Αυγούλα, εσύ…

Της παίρνει το χέρι
αργό το στεφάνι
το βάνει, το βγάνει
απ’ την κεφαλή.


Της παίρνει το χέρι και δεν αισθάνεται πως είναι κρύο. Της το κουνεί: «Δεν θες να ξυπνήσεις; Πέφτω κι εγώ εδώ μ’ εσέ». Κι ότι κάνει να πέσει, ο αέρας φυσάει δυνατά στα δένδρα που επερικυκλώνουν την εκκλησιά.

Και σκύλα χαμένη
μακρόθεν ορυάζεται
κι ο Ανθός οπού σκιάζεται
σηκώνεται ευθύς.


Τότες αληθινά αισθάνθηκε την ερημιά της εκκλησίας.
Ο Ανθός αρχινίζει
λεπτά τραγουδώντας
τριγύρου κοιτώντας
εις την εκκλησιά:

«Η Αυγούλα κοιμάται,

όταν ξυπνήσει θα πάμε στο παρεθύρι να πούμε τα τραγούδια που ξέρουμε

»*** φεγγάρι
γεμάτο προβαίνει
λαμπρό κατεβαίνει
παντού στα νερά.

»Η μέρα βραδιάζει·
Αυγούλα, παγαίνω,
κοντά σου πεθαίνω,
αν μείνω μ’ εσέ.

»Αυγούλα, αν δεν έλθεις,
για πάντα σε αρνιούμαι·
φοβούμαι, φοβούμαι
μην έβγουν νεκροί.

»Αυγούλα, γιά ξύπνα,
γιά ξύπνα, κι αν λάχει
και σ’ εύρουν μονάχη,
πεθαίνεις και συ.


»Αλήθεια, μας έχει ’πωμένο η μάνα πως οι νεκροί βαστούνε την πλάκα τους. Αλλά εγώ τούς φοβούμαι πάντα. Είναι αχνοί, έχουν τα μάτια κλεισμένα, και για όσο τούς μιλείς δεν αποκρένονται ποτέ». Έτσι λέοντας απομακραίνει τρέχοντας και βασταίνει οπίσω του το νεκρικό στεφάνι της αδελφής του. Πάει και βρίσκει τη μάνα του, η οποία

Στενάζει και κλαίει,
και «Μάνα», της λέει,
«Ω μάνα, τί κλαις;

»Η Αυγούλα κοιμάται,
αλήθεια σού λέω·
μην κλαις, γιατί κλαίω,
μανούλα κι εγώ».


(Της δείχνει χαρούμενος το εντάφιο στεφάνι).
«Ιδού το στεφάνι οπού είχε στην κεφαλή της και της το πήρα

»Στο δίνω, νά, πιάσ’ το.
Μη γέρνεις στην άλλη
μεριά το κεφάλι,
τα μάτια μην κλεις.

»Στ’ αφήνω στα γόνατα,
κι ακόμη αν αργήσει
η Αυγή να ξυπνήσει,
εμέ το φορείς».