Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Εις Μοναχήν

Προς την κυρά Άννα Μαρία Αναστασία Γουράτο Γεωργομίλα,
όταν εντύθηκε το αγγελικό σχήμα
εις το μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρου και Γεωργίου
εις Κέρκυρα

την 18 Απριλίου 1829
[1]

Από τον θρόνο τ’ Άπλαστου οι Αγγέλοι εκατεβήκαν, και μες στου μοσχολίβανου το σύγνεφον εμπήκαν, 5 να ιδούν που το κοράσιο κινάει στην εκκλησιά.



[2]

Χριστός ανέστη εψάλλανε με τα χρυσά τους χείλη, Χριστός ανέστη εκάνανε 10 κι αστράφτανε σαν ήλιοι και λόγια ετραγουδούσανε εγκάρδια και θερμά.



[3]

Ένας Άγγελος.

Χαίρε, αδελφή! Μ’ αρέσουνε της όψης σου οι χλωμάδες· 15 εις τα περίσσια ανάμεσα κεριά και στες λαμπάδες κάλλιο από ρόδα πιάνουνε της Νύμφης του Χριστού.



[4]

Άλλος.

Αφού τον θάνατο έκλαψες 20 της δόλιας σου μητέρας και του πατρός, σου απόμεινε μόνος Αυτός πατέρας·

Άλλος.

πάντα περνάει τα σπλάχνα του το δάκρυ του ορφανού.


[5]

Άλλος.

25 Γλυκό ’ναι της Παράδεισος να μελετάς τα κάλλη·

Άλλος.

πικρή ’ναι η φοβερότατη του κόσμου ανεμοζάλη· μόν’ εδώ φθάνει ο αντίλαλος, 30 δε φθάνει η τρικυμιά.


[6]

Άλλος.

Εδώ ο Χριστός στα ονείρατα σ’ εσένα κατεβαίνει·

Άλλος.

εκεί ταράζουν άρματα και θρόνοι αιματωμένοι·

Άλλος.

35 εδώ ευτυχία και θρίαμβος·

Άλλος.

εκεί ’ναι συμφορά.


[7]

Άλλος.

Ο κόσμος ερωτεύτηκε στα μάτια, στη φωνή σου, τα μελετάει συχνότατα, 40 κι η αγγελική ψυχή σου φωνή και μάτια εγύρισε κατά τον Ουρανό.



[8]

Άλλος.

Ο Πλάστης κατ’ εικόνα του τον άνθρωπο εποιούσε,

Άλλος.

45 μες στα κρυφία της γνώσης του την Χτίση εμελετούσε, για να ’ναι του λιγόζωου ανθρώπου η κατοικιά.


[9]

Απάνου απάνου εχύθηκε 50 στην Άβυσσο, που εσειότουν και με τρομάρα εμούγκριζε, κι αφτί δεν εσωζότουν,— ο Πλάστης ολομόναχος αγρίκαε με χαρά.



[10]

Άλλος.

55 Έρως και Χάρος πάντοτε δουλεύουν εδώ κάτου, ώσπου ο Καιρός ο γέροντας να χάσει τα φτερά του.

Άλλος.

Φριχτή ’ναι η ώρα που άνθρωπος 60 βαριά ψυχομαχά.


[11]

Άλλος.

Μη φοβηθείς να ’σ’ έρημη τότε από κάθε μάτι· ιδού ο Χριστός, που γέρνοντας στου πόνου το κρεβάτι, 65 σου σιάζει το προσκέφαλο και σε παρηγορά.



[12]

Άλλος.

Ευτυχισμένο λείψανο, θέλει σου δώσει πάλι τον αρραβώνα ο ίδιος 70 οπού σου πήρε αγάλι την ώρα που απομείνανε τα στήθια σου νεκρά.



[13]

Άλλος.

Τα κόκαλα εβαρέθηκαν στο μνήμα καρτερώντας 75 και τρίζουνε ακατάπαυτα την Κρίση αναζητώντας·

Άλλος.

ξύπνα, αδελφή! τη Σάλπιγγα την ύστερη αγρικώ.


[14]

Άλλος.

Τα μάτια της αστράψανε 80 του τάφου από την κλίνη· κοιτάει! * πετιέται ολόχαρη [Κ. Τικτοπούλου] και μες στο λάκκο αφήνει τους μόσχους του Μαϊάπριλου που δεν υπάρχει πλιο.



[15]

Όλοι οι Άγγελοι.

85 Τα μάτια της αστράψανε του τάφου από την κλίνη· κοιτάει! πετιέται ολόχαρη και μες στο λάκκο αφήνει τους μόσχους του Μαϊάπριλου 90 που δεν υπάρχει πλιο.

[1829]
___
Από το πρώτο σχεδίασμα:

στροφή 11
Μη φοβηθείς να ’σ’ έρημη
στου πόνου το κρεβάτι·
γιατί σ’ εσένα γέρνοντας
ρίχνει ο Χριστός το μάτι,
σου σιάζει το προσκέφαλο
και σε παρηγορά.

στροφή 12
Γλυκά κοιμήσου, λείψανο,
και θέλει λάβεις πάλι
τον αρραβώνα που ο Χριστός
σου πήρε αγάλι γάλι,
την ώρα οπού το δάχτυλο
απόμεινε νεκρό.

στροφή 13
στ. 75-76
και τρίζουνε της Κρίσεως
την ώρα αναζητώντας.

στροφή 14
στ. 81
Πηδάει, κινάει χαρούμενη.