Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
Για τη ζωή και το έργο του Το ποιητικό του έργο
Γιώργος Σεφέρης

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

© Άννα Λόντου
Εκδ. Ίκαρος

Λεωφόρος Συγγρού, Β΄

Η λεωφόρο Συγγρού, το γιοφύρι με τους δυο κόλπους και τις δυο κορυφές, που μας δοκίμαζε και τη δοκιμάζαμε, αφήνοντας τις προσεχτικές γραφές, ώσπου να βρούμε τη θάλασσα γεμάτη πίκρα και στοργή, γαλήνια, γαλάζια, γραμμένη μέσα σε νησιά, στολισμένη με βαπόρια και καράβια· 5 η λεωφόρο Συγγρού πλατιά και μυστική κρύβοντας κι αργοπορώντας κι έπειτα δείχνοντας ξαφνικά το κορμί της γοργόνας γυμνό, με ξέπλεκα ώς τον ορίζοντα μαλλιά, με δέρμα τριανταφυλλί, βυθισμένο λιγάκι στο κρασάτο νερό, με το στήθος αναγυρτό και κόκκινο στην άκρη καθώς έπαιρνε να βασιλέψει ο ήλιος· ο δρόμος με τις φρόνιμες πιπεριές, αλλά ο δρόμος που μας έμαθε τη γυμναστική 10 ν’ αφήνεις κάποτε τους φίλους, την αγάπη και τη μουσική για να ξεκινήσεις χωρίς να ξέρεις πού θα σε βγάλει η άκρη— Είδε ένα όνειρο, Φαβρίκιε, βυθισμένος σε μια λουλακιά που τον έπνιγε νάρκη: Δεν ήταν ο Μουσολίνι που έκανε πόλεμο του Ρας, ήμαστε εμείς, ήμαστε εμείς οι Ρωμιοί· και μας πήραν οι Αιθίοπες το κατόπι 15 και ρίξαν καράβια στο γιαλό, και στείλαν κήρυκες, κι είπαν: «Ανθρώποι, σεις που μαλώνετε και σαλιαρίζετε, που τα πάντα αρχίζετε και δεν τελειώνετε καμιά πράξη, αποφασίσαμε —μια που τις φάγατε— να σας δώσουμε ένα βασιλιά να σας βάλει σε τάξη». Κι εμείς —μια που τις φάγαμε— για να είμαστε συνεπείς, κράξαμε αμέσως «Ζήτω η βασιλεία!» κάναμε κι ένα δημοψήφισμα, για να φανεί πως είμαστε λαός μ’ ελευθερία. 20 Κι έφτασε ο βασιλιάς στις Τζιτζιφιές, με φτερά και με γένια σγουρά, πολύ μελαψός, ο Ρας Πουπουναμπί. Στον ώμο του καθόταν μια κοκκινόκωλη μαϊμού, δεμένη με χρυσή καδένα στο κουμπί του σακακιού του, και με το ζερβί του χέρι κρατούσε έναν πράσινο παπαγάλο· κι ήταν ξυπόλυτος, κι εμείς ξυπόλυτοι φωνάζαμε «Δόξα και δύναμη στο βασιλιά μας το μεγάλο!» Έπειτα ο βασιλιάς, ο παπαγάλος κι η μαϊμού πήραν θριαμβικά την ανηφόρα· 25 ταμπούρλα και λαλούμενα, πέταλα αλόγων και κραυγές — θα ’λεγες σιδερένια και μπρούντζινη μπόρα που σάρωνε τη λεωφόρο Συγγρού και τρύπωνε μέσα σε παρδαλές αψίδες: τα φλάμπουρα σύννεφο στον ουρανό, σα βαφτισμένες στις χίλιες μπογιές ακρίδες. Και τράβηξε η πομπή τον ανήφορο και στάθηκε σ’ ένα μεγάλο στύλο. Εκεί ήταν κρεμασμένο το σκουτάρι το βασιλικό σκαλισμένο σε πολύτιμο ξύλο 30 από τρεις τεχνίτες ξακουστούς που μήνες μελέτησαν τις νέγκρικες αίθουσες του Βρετανικού Μουσείου και πάνω στο σκουτάρι, το πατρογονικό ρητό που έλεγε με χρυσά γράμματα: «ΔΙΑ ΒΙΟΥ». Πήδηξε βλέποντας ο βασιλιάς κι απιθώνοντας τη μαϊμού, τον παπαγάλο και τα σκουτιά του, είπε να παίξουν τ’ άργανα για να χορέψει και να καταλάβουμε τη χαρά του. Δεν ήταν χορός ήταν σίφουνας, χάβρα οι φωνές κι ο ρυθμός τραμουντάνα 35 μανιάζοντας στη ράχη της λεωφόρος Συγγρού και την έδερνε και την εκοπάνα κι έτρεμε η δύστυχη μες στο βραχνά και βόγκαε και λόγιαζε πως θα βούλιαξε η χτίση… Αυτό είναι τ’ όνειρο, Φαβρίκιε. Δεν ξέρω πότε ο δρόμος μας θα ξυπνήσει.

25. 11. 1935