Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Μέσ’ από τα κάγκελα

Το φλάμπουρο τσακίστηκε και το φανάρι εσβήστη.
(Δημοτικό τραγούδι)

«Κάθε φορά και κάθε τόσο που περνάς με βλέπεις μέσ’ από τα κάγκελα της φυλακής μου. Όχι έρωτας· το σπλάχνος μοναχά 5 θα κάνει εσέ να σταματάς, και της φωνής μου πιο πολύ το βραχνοσπάρασμα, πιο πολύ κι απ’ το νόημα της φωνής μου, στα κάγκελα μπροστά της φυλακής μου. 10 Μέσ’ απ’ αυτά τα κάγκελα δεν ξέρω παρά το χέρι μου ν’ απλώνω, κανείς δε βλέπει τί υποφέρω κι εγώ το βλέπω μόνο. Το κομμάτι ψωμάκι που μου δίνεις 15 να το παίρνω δεν ντρέπομαι, πεινώ, μου φέρνεις φρούτα, ζάχαρη και βαρύ κάποτε καπνό, κι ελεύτερη κι αμίλητη κυρά της καλοσύνης περνάς απόξω από τα κάγκελα της φυλακής μου. 20 Μην είσ’ εσύ το φάντασμα μιας πεθαμένης από σκοτωμό, το φωτοφάντασμα μην είσαι της ψυχής μου; Πώς να το πω! Τα λόγια μου τα χάνω. Δεν τολμώ. Τριμμένα, τρύπια μου τα ρούχα. Βρομερός. 25 Καημένα νιάτα! Μια φορά στο πλάι μιας νύφης τί όμορφος που στάθηκα γαμπρός! Μα τώρα η νύφη τί έγινε καλά καλά δεν ξέρω πια, καλά καλά μηδέ θυμάμαι. Πάει το σπιτάκι που άνοιξα. Πού πάει; Πού πάω; Πού πάμε; 30 Πάνε, όλα μου ξεφύγαν τ’ αγκαλιάσματα, μέσα στης αγκαλιάς μου το κλουβί, πουλιά· κι απόμεινα έρμος, κι έξαφνα με είδες φυλακισμένο, ανήλιαγο, σκυλί με τα σκυλιά να με χτυπάν οι σταυρωτήδες. 35 Θα σε σπρώχνει από τότε και περνάς έξω από τα κάγκελα της φυλακής ο οίστρος όχι της αγάπης της επιθυμιάς, μόνο το χρέος μιας έγνοιας ελεητικής. Πες μου τ’ όνομά σου! 40 Στα δασά μαλλιά σου του ήλιου διάφανο πάει το στεφάνι, τρισμακάριστος όποιος πεθάνει για τον έρωτά σου! Στη φυλακή. Κλέφτης, φονιάς, ή ξεπαρθενευτής; 45 Και ποιά τιμή συγκύλησα και μόλεψα ποιά νιάτα; Ποιό κρίμα; Και δε μπόρεσες, ω κρίμα, να κρυφτείς; Ω εσύ, ω εσύ που σταματάς τη φτερωτή σου στράτα κάθε φορά και κάθε τόσο που περνάς απόξω από τα κάγκελα της φυλακής μου 50 και ω! που σε βλέπω σα να μου κερνάς κρασιού γλυκόπιοτου φωτιά σε κάθε φλέβα και σε τρίχα καθεμιά της ύπαρξής μου! Μεθώ. Και το μεθύσι μου μεθύσι από χασίς· 55 ποιός μ’ έμαθε να πίνω το χασίς και ποιός με πέρασε άνεργο νυχτερευτή ερμοσπίτη, μπαίγνιο του μόρτη, σύντροφο του αλήτη, μέσ’ απ’ του δρόμου την ερμιά στα κρύα της φυλακής; Ποιός μ’ έμαθε να πίνω το χασίς; 60 Από μια λύσσα ανήμπορη τα δόντια αν τριζοδέρνω τραυλά, μισά, κοπιαστικά τα λόγια κι αν τα σέρνω, κι αν από μέσα μου ο θυμός ξεσπά με τη βλαστήμια του κάκου,— τι του λυτρωμού το βόλι να φυτέψω δεν ξέρω, άμαθος κι άναντρος, δεν ξέρω στα συντρίμμια 65 του λογικού μου· κι αν τον απλώνω ζήτουλα το δίσκο του χεριού μου κι εσέ, κάθε φορά που σ’ αγναντέψω, κι αν από μένα δε σε κάνει ο πόθος να περνάς, —μόνο το σπλάχνος της γυναίκας σου καρδιάς— 70 κι αν δεν το ξέρω και καλά τί δένει εμέ εδώ μέσα, κι αν είναι αρρώστια το κακό μου ή κρίμα, και τί είσ’ εσύ πίσω απ’ αυτό το αγγελικό σου ντύμα, κι αν είσαι σκλάβα, αρχόντισσα, τσιγγάνα, πριγκιπέσα,— μα σα να υποψιάζομαι και σα ν’ αχνοθυμάμαι 75 πως κάπου αλλού γεννήθηκα.— Πάρε με αλλού να πάμε. Ποιός ξέρει! Θα γεννήθηκα στο ερωτικό νησί, εκεί που θα γεννήθηκες και θα ’ζησες κι εσύ. Μα η θύμησή μου δε βαστά μηδέ και τ’ όνομά του, 80 ο Απριλομάης το χαίρεται και για το φίλημά του σβήνουν τα μαύρα κύματα στ’ άσπρα τα πόδια του μπροστά. Ποιός ξέρει! Εκεί και θα ’ζησα και ωραίος και νέος, γιατί κάποιες ορμές προς δρόμους μακρινούς κρατεί ο θολός μου ο νους, 85 κι ακόμα από ’να πάλεμα κάτι σα λείψανο κρατεί, των αντρειωμένων πάλεμα σε αλαργεμένα χρόνια πότε για στέφανα αγριλιάς, πότε για θεία λαγγόνια. Και κάποια λόγια φύλαξα, μαργαριτάρια σε αλογάριαστο κουτί, 90 και κάποια λόγια από το φως κι από τη μουσική».