Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)

Πολιτεία

«Ἄνδρα δή, ὡς ἔοικε, δυνάμενον ὑπὸ σοφίας παντοδαπὸν γίγνεσθαι καὶ μιμεῖσθαι πάντα χρήματα, εἰ ἡμῖν ἀφίκοιτο εἰς τὴν πόλιν αὐτός τε καὶ τὰ ποιήματα βουλόμενος ἐπιδείξασθαι, προσκυνοῖμεν ἂν αὐτὸν ὡς ἱερὸν καὶ θαυμαστὸν καὶ ἡδύν, εἴποιμεν δ᾽ ἂν ὅτι οὐκ ἔστιν τοιοῦτος ἀνὴρ ἐν τῇ πόλει παρ᾽ ἡμῖν οὔτε θέμις ἐγγενέσθαι, ἀποπέμποιμέν τε εἰς ἄλλην πόλιν μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς καταχέαντες καὶ ἐρίῳ στέψαντες…»
Πλάτων («Πολιτεία» Λογ. 3)
«Θέλεις να ’ρχεσαι στον ουρανό μου, κοντά μου;
Κάθε φορά που θέλεις ν’ ανεβείς εκεί, θα σου είναι ανοιχτός».

Schiller («Το μοίρασμα της γης»)

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Πόθε του κόσμου αυτού, βασανιστή μου, στ’ αρπάγια σου δε με κρατείς, σ’ έπνιξα, στην ολάβαθη ψυχή μου κλείστηκα κι έγιν’ ασκητής.

5 Δίχως να πάω τη σκήτη μου να στήσω στις ερημιές και στους δρυμούς κι άγρια τη σάρκα να την τυραγνήσω με τη νηστεία, με τους δαρμούς,

άπλωσα μια μεγάλη Θηβαΐδα 10 γύρω μου εδώ, μέσα σ’ αυτή γίνηκα πνέμα εγώ και οράματα είδα ξένα που νους δεν τα κρατεί.

Μα και στου πόθου του νεκρού το πλάι νέος πόθος πέταξε κλαδιά, 15 (πέλεκας και φωτιά δε σε χαλάει, δάσος απάτητο, Καρδιά!)

του κόσμου του άλλου ο πόθος· τον ξεχύνει θεά μάνα που θεούς γεννά στην τρικυμία των όλων η Γαλήνη, 20 που δεν αρχίζει, ούτε περνά.

—Βρέφος, που ροδομάγουλο κοιμάσαι στο ζέσταμα της αγκαλιάς, λίμνη, που γλυκαπλώνεσαι σα να ’σαι ίδια η ψυχή της σιγαλιάς,

25 γιαλέ που δείχνεις μες στο βάθος κι ένα χαλίκι ακόμα εκεί κρυφτό, δέντρο με τα κλαριά σαν καρφωμένα, με φύλλο ούτ’ ένα σαλευτό,

νύχτας φεγγαροπρόσωπης ειρήνη, 30 άγαλμα μαρμαροχυτό, ούτε κι εσείς δεν είσαστε η γαλήνη, η θεία γαλήνη που ζητώ.

Με ποιάν Εδέμ, ποιά Ηλύσια, ποιά Βαλχάλα, με ποιά Νιρβάνα, ποιό ουρανό, 35 τέλος θα πάω να σμίξω όπως η στάλα σμίγει με τον Ωκεανό;

Η ΜΟΥΣΑ

Ω τραγουδιστή, του ονείρου ολάσπρε κρίνε! Η γαλήνη δίχως την αγάπη τί είναι; Είναι ο ουρανός που βλέπεις φεγγοβόλο, 40 μέσα στη νυχτιά την άσωστη στον πόλο, είναι ο ουρανός που όλα τα δείχνει τ’ άστρα, μα του λείπει η φλόγα του ήλιου η ζωοπλάστρα. Μα κι η αγάπη δίχως τη γαλήνη ανθίζει σαν το δέντρο το στοιχειό που το ιστορίζει 45 ο αηδονόλαλος Βιργίλιος ψάλτης μου· όπου κι αν θα το ’γγιζες, θα ’σταζε γαίμα ανθρώπου. Ω! χαρά στον ποιητή που στεφανώσει τον καημό της γης με τ’ ουρανού τη γνώση! Και μακαριστός εκείνος είναι μόνο 50 που την κάμει την καρδιά του διπλό θρόνο και στυλώσει μέσα του ζευγάρι, μαζί αγάπη και γαλήνη, και που πάρει τη μονάκριβη τη χάρη ν’ αγκαλιάσει όλη τη ζωή, τ’ άπλαστα και την πλάση!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

55 Όλοι οι ψευτοθόρυβοι του κόσμου, αγάπες, μίση, έγνοιες, καημοί, τρισμακρινό σαν πέλαγο είν’ εμπρός μου, που σα θαμπή μολυβωτή γραμμή,

που μόλις το ξανοίγω κάτου κάτου, 60 μέσ’ απ’ ασάλευτη στεριά, και μήτε που γρικώ το μούγκρισμά του, καθώς χτυπιέται απ’ το βοριά.

Της νιότης οι κατάγλυκοι μαγνήτες, μάτια, χαμόγελα, κορμιά, 65 των εθνών και του πλούτου οι κυβερνήτες, κάθε ορμή, κάθ’ επιθυμιά,

της Επιστήμης ήρωες, πολεμάρχοι ατρόμαχτοι, άγιοι λειτουργοί, τίποτε πια για μένα δεν υπάρχει· 70 πατρίδα μου δεν είναι η γη!

Εκείνος που το Λόγο υψώνει στο άτι το φτερωτό του τραγουδιού και βάνει μες στα λόγια του Σωκράτη μιαν ευωδιά σα λουλουδιού,

75 από την Πολιτεία του με διώχνει… Μα νά το χέρι τολμηρό του αγνού αδερφού μου Βάρδου αλλού με σπρώχνει, στου Θεού μ’ αφήνει το πλευρό.

Η ΜΟΥΣΑ

Από νου θεϊκό που τα ’χει τα πρωτεία 80 σ’ όποιο νου μπροστά, πλασμένη η Πολιτεία. Ιερή σιωπή μέσα της βασιλεύει, όλο δέεται η ζωή και δε σαλεύει, ένα μάγεμα παντοτινό τη δένει, φαίνετ’ ερημιά πολυκατοικημένη, 85 άγνωρα είν’ εκεί σεμνά ή γυμνά τραγούδια, τ’ άνθια του καημού και τα ξεπεταρούδια, του έρωτα φτερό το κοιμισμένο αγέρι δεν ταράζει εκεί, κανείς εκεί δεν ξέρει την κιθάρα σου την αηδονολαλούσα· 90 Σκύλλα η Χάρη εκεί, Λάμια είν’ εκεί και η Μούσα. Είναι του σοφού και είναι του δίκιου η χώρα. Πλήθια μέσα της γυρίζουν ασπροφόρα, πλήθια ασκητικά, ζωές χωρίς ψεγάδια, κάτου από τ’ αγνά της Αρετής μαγνάδια· 95 πότε πολεμάν με χέρια αρματωμένα, πότε μάχονται με λόγια θεοσταλμένα, πάντα αδούλωτοι, και δούλους, και τυράννους, και μακριά κρατάν τους φαύλους και τους πλάνους, κι όποιον στις καρδιές τρελούς καημούς ανάφτει· 100 άχαρη χαρά στην όψη τους αστράφτει. Κάστρο απάτητο την πόλη σφιχτοζώνει, άπιστος κανείς και ξένος δε σιμώνει, πορτοφύλακας ο Δίκιος, κι η θωριά του φέρνει σε μεμιάς και γονατάς μπροστά του. 105 Μόνο μια φορά και μοναχά ένας ξένος δαφνοστέφανος και πορφυροντυμένος που κρατούσε κάτι, σαν αγνώριστο άστρο, στάθη αλύγιστος απόξω από το κάστρο. —Πού πας ξένε; Εδώ ποιά σ’ έφερε, ποιά αιτία; 110 —Στου σοφού, στου δίκιου πάω την Πολιτεία. —Είσαι; —Ο ποιητής. —Και τί κρατάς; —Τη Λύρα. —Χαίρε, θαμαστέ! Σε προσκυνούμε. Μύρα και ανθοστέφανα για σε σκορπίζουμε· όμως τράβα! Εδώ για σε τόπος δεν είναι ή δρόμος· 115 απ’ του τραγουδιού του πλανερού τη βρύση δίκιος δε θα ’ρθεί τη δίψα του να σβήσει.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Όχι, όχι! τυφλή σ’ έσπρωξε αδικία, όταν, ω ρήγισσα Αρετή, σιμά σου αρνήθης άξια κατοικία, 120 στο βασιλιά, στον Ποιητή!

… Γιατί, και πώς μεμιάς τ’ όνειρο αλλάζει κι όνειρο ενάντιο μάς γεννά, γιατί, και πώς γοργόσταλτο χαλάζι καίει καρπερά φυτά τρανά;

125 Γιατί ξανοίγω άλλους καιρούς εμπρός μου, μ’ άσβηστα γράμματα γραφτούς, και βλέπω, οϊμέ, τον πόθο του άλλου κόσμου να χάνεται μπροστά σ’ αυτούς;

Βλέπω τη γη και τη φεγγοβολή της… 130 Κι επάνω της ο ποιητής περνά, της γης μεγαλουργός πολίτης, δίκιος, και θύμα και κριτής.

Η ΜΟΥΣΑ

Μείνε, Ποιητή, στην Πολιτεία, μείνε! Όμως η χρυσή της λύρας όψη ας είναι 135 σαν και τη φωτιά ψηλά σε βουνού ράχη· ενώ γύρω της ζεσταίνονται οι ξωμάχοι, κι η πνοή της χειμωνιάς γλυκαίνει η κρύα, και αλαργεύουν τα ερπετά και τα θηρία, όποιος την κοιτάζει απόμακρη δεν ξέρει 140 φως αν είναι γης ή μήπως κάποιο αστέρι!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Στη Σπάρτη εσύ που πας από την Κρήτη, και πριν η Σπάρτη ν’ ακουστεί, πρόδρομε του Λυκούργου και προφήτη, Θαλήτα, αρχαίε τραγουδιστή,

145 μιαν αλυσίδα πες μου πώς τους δένει και νομοθέτη και ποιητή· απ’ το ρυθμό και οι νόμοι οδηγημένοι ριζοβολούν πιο δυνατοί.

Της αρμονίας κι εσύ Τιτάνα Αισχύλε, 150 του Προμηθέα εκδικητή, τον κεραυνό του τραγουδιού σου στείλε που τον καιρό δετό κρατεί,

στου τάφου σου τ’ ασάλευτο λιθάρι πώς πάντα λάμπει να μας πει 155 του Μαραθωνομάχου μόνο η χάρη, του Μήδου μοναχά η ντροπή!

Της Πολιτείας και της Καρδιάς διαμάντι, της Φαντασίας ω κολοσσέ, ω θύμα και κριτή και δίκιε, ω Δάντη, 160 σε κράζω μάρτυρα κι εσέ!

Μες στων κομμάτων έσυρες τη λύσσα τη Βεατρίκη, φως λευκό, και στης Κόλασης έριξες την πίσσα, θεός κι εσύ κάθε κακό.

165 Αντρέα, καμάρι της Φραγκιάς, που γάλα βύζαξες, γάλα ελληνικό, κι έκλεισες μες στο λόγο σου μια στάλα μέλι ακριβότατο αττικό,

το δοξάρι σου πες μας πώς ανάφτει 170 της Πολιτείας τη λάμια οργή όσο που ο μπόγιας μνήμα για σε σκάφτει, του στίχου αρχαίου καινούρια αυγή!

Και με του «Ώς πότε, παλικάρια;» μίλα, μίλα ξανά τις αστραπές 175 που φωτίσαν του σκλάβου τη μαυρίλα, κράχτη του Γένους μας, και πες,

Ω Ρήγα, πως τιμή δεν ξέρεις άλλη πιο άξια για τον ποιητή, παρά κορόνα μάρτυρα να βάλει, 180 καθώς την έβαλες κι αυτή.

Η ΜΟΥΣΑ

Μείνε, Ποιητή, στην Πολιτεία μείνε! Κι η φωνή σου όταν γρικιέται πάντα ας είναι σίδερο πυρό να λέει την ατιμία με σημείο που τέχνη δεν το σβει καμία. 185 Πάντ’ ας είν’ ο αχτιδοστέφανος που μάγια φέγγους γύρω στα κεφάλια σπέρνει τ’ άγια, πάντ’ ας είν’ όσωνε φεύγουν και όσων τρέχουν, και δεν πιάνονται, φανέρωμα δεν έχουν, φανερή μια ζωγραφιά, πιαστή, αιωνία, 190 κι ας τους δένει τους καιρούς η Αρμονία σ’ ένα δίχτυ που οι χρυσές και που οι κρυφές του πλέκονται κλωστές με μαστοράδα Ηφαίστου. Κάθε ωραίο σ’ άστρο ας το μεταμορφώνει, και στης Φήμης τον αιθέρα ας το καρφώνει.

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

195 Μισεύουν τ’ αγριεμένα παλικάρια, μισεύουν οι Σαρακηνοί, με τα καράβια και με τα κοντάρια στη χώρα παν τη μακρινή.

Παν εκεί να της φέρουν αλυσίδες, 200 ολέθρου σύνεργα, σφαγή, σκεπάζουν το λιμάνι, σκιάχτρα, ακρίδες, βγαίνουν, ορμάν, πατάν τη γη.

Μόνο στου καπετάνιου του το πλάι νιο παλικάρι σιγαλά 205 τα μάτια του στη θάλασσα κολλάει, από τα κλάματα θολά.

Δε μπορεί να ξεχάσει την πατρίδα, τη φοινικόσπαρτη Αφρική, αγάπη άφησ’ εκεί καμαροφρύδα 210 και μάνα τρισπονετική.

Με τους δικούς του πότε αχ! πότε πάλι γλυκά θα ξανανταμωθεί; …Μα νά! τί τρέχει εκεί προς τ’ ακρογιάλι, μες στο λιμάνι το βαθύ;

215 Μιαν Αίτνα, και μαυρίζει τον αέρα, και φλόγες και καπνούς γεννά, και κλαίει και ξολοθρεύει πέρα ώς πέρα τα πλοία τα Σαρακηνά!

Είν’ η φωτιά απ’ τον αμιρά βαλμένη, 220 λέει, δίχως λόγια προσταγή· «Δε θα ξαναγυρίσετε! θα γένει πατρίδα σας ετούτη η γη!»

Έχετε γεια, ψυχή καμαροφρύδα, και μάνα τρισπονετική, 225 εσέναν’ έφαγε η φωτιά, ω πατρίδα, ω φοινικόσπαρτη Αφρική!

—Ω Μούσα, έτσι κι εγώ είμαι σαν το νέο τον άμαθο Σαρακηνό, από τη δίψα μιας πατρίδας καίω, 230 και μακριά είναι και πονώ.

Μα προσταγή που δε μπορώ ό,τι κάμω να μην ακούσω θαρρετά, με δένει, καθώς δένονται από γάμο τ’ αντρόγενα τα ευλογητά,

235 μ’ αυτή τη γη με δένει του πολέμου και του χαμού, κι ελπίδα πιο δεν έχω από τη θεία πηγή ποτέ μου τ’ αμίλητο νερό να πιω!

Η ΜΟΥΣΑ

Ω τραγουδιστή, του ονείρου ολάσπρε κρίνε! 240 Έξω απ’ τη ζωή το θείο νερό δεν είναι, κι αν τα μάτια, μάτια αϊτού, κάτου εδώ ρίξεις, μέσα στην καρδιά βαθιά θα το ξανοίξεις. Κι αν πηγάζει έξω από χρόνους κι από τόπους, ρέει και δείχνετ’ εδώ κάτου στους ανθρώπους. 245 Του σπιτιού και του χωριού κι όπου περάσεις, της πατρίδας και της γης και κάθε πλάσης έρωτα, κι εσύ, νοερότατη γαλήνη που σ’ αιστάνεται καθείς εκεί που δίνει ό,τι, ό,τι έχει κι ό,τι πρέπει εδώ να δώσει, 250 τ’ όργωμα ο ζευγάς κι ο στοχαστής τη γνώση, όλα ένα δεντρί πυκνό είστε ποτισμένο απ’ το ίδιο το νερό το βλογημένο. Κορφοβλάσταρο του δέντρου αυτού είν’ η Λύρα, και ψηλότερη απ’ αυτή κι απ’ όλα, Μοίρα 255 παντοδύναμη, που νέα δημιουργία μέσ’ από το Χάος τραβά, —είν’ η Πίστη!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Αγία, Αγία Πίστη των πατέρων μου έλα, και γιόμισέ μου την καρδιά 260 και γλυκολάλαε μέσα μου και γέλα σαν τα πασίχαρα παιδιά.

Και ξέπλυνέ μου μέσα σε Ιορδάνη τα κρίματα, και μια φορά κάμε και προς εμένανε ό,τι κάνει 265 η μυστική Περιστερά!

Και νεύρωσέ μου την ψυχή, και μάθε κι εμέ να θέλω, να μπορώ, και διώξε απ’ τη δική μου γνώμη κάθε δείλιασμα ανάμελο κρυερό.

270 Κάθε σοφία και γνώση αυτού του κόσμου που φέρνει ζάλη περισσή αντί να ρίχνει λάδι αγνό στο φως μου, κάμε η ψυχή μου να μισεί.

Της απιστίας ω! βγάλε μου την κάμπη, 275 της υποψίας και τα καρφιά, κι εμπρός μου πολυκέφαλη ας μη λάμπει μία κι η Αλήθεια κι η Ομορφιά.

Και κάμε μου το νου σαν του χωριάτη το χέρι το δουλευτικό 280 που πάντα σκάφτει, πάντα σπέρνει κάτι μες στον αγρό τον πατρικό.

Τη φλόγα την ακράτητη άναψέ μου που εμπρός τραβάει το καθετί· στη γη του χαλασμού και του πολέμου 285 στεφάνωσέ με νικητή!

1894