Εξώφυλλο

Ανεμόσκαλα
Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές

Σκαρφαλώνοντας λέξεις όπως μιαν ανεμόσκαλα. Γιώργος Σεφέρης, «“Νότες” για ένα ποίημα» (ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ, Β΄)
  • Εξώφυλλο λευκώματος για τον Ελύτη, επετειακή έκδοση του Ίκαρου για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή.

  • Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης

  • «Η γενιά του 30 μετά 33 έτη. 9 Μαρτίου 1963, στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά». Έτσι υπέγραψαν, σε ξεχωριστό φύλλο, οι εικονιζόμενοι το εγχείρημα της φωτογράφησής τους, στο σπίτι του Θεοτοκά το 1963. Όρθιοι: Θανάσης Πετσάλης, Hλίας Bενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Kαραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας και Γιώργος Θεοτοκάς. Kαθισμένοι: Άγγελος Tερζάκης, K.Θ. Δημαράς, Γιώργος Kατσίμπαλης, Kοσμάς Πολίτης και Ανδρέας Eμπειρίκος.

  • Εξώφυλλο της έκδοσης γαλλικών μεταφράσεων ποιημάτων του Ελύτη

  • Κατά την παραλαβή του βραβείου Νόμπελ

  • Google doodle. Η Google στις 2.11.2012 επισημαίνει την επέτειο γέννησης του ποιητή, παραλλάσσοντας το λογότυπό της.

  • Εξώφυλλου του δίσκου μελοποίησης του Άξιον Εστί από τον Μ. Θεοδωράκη (1964)

«Η αίγλη της νεότητας»

Ο ήλιος, όχι η λιακάδα· η θάλασσα, όχι η βαρκάδα

(Ανοιχτά Χαρτιά, 11)

Ο νεαρός Οδυσσέας Αλεπουδέλης (ακόμα), γυμνασιόπαιδο στην Αθήνα κρυμμένο πίσω από διάφορα ψευδώνυμα, δημοσιεύει τα εφηβικά ποιητικά του γυμνάσματα στη Διάπλαση των Παίδων. Στα δεκαοχτώ του χρόνια, σε εμφανή συνομιλία με την καβαφική ποίηση και τεχνοτροπία, γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Λίγο αργότερα, δημοσιεύει στον περιοδικό τύπο ποιήματα σε σταθερή φόρμα. Η πρωτόλεια αυτή δημιουργία θα εγκαταλειφθεί προς χάριν των σπουδών και της ανήσυχης διερεύνησης σύγχρονων ευρωπαϊκών αναγνωσμάτων. Αυτή η εφηβική ποιητική δημιουργία θα μείνει εκτός του ποιητικού του corpus.

«Δεν πειράζει· μήτε τ' απαρνιέμαι αυτά τα κείμενα μήτε δοκιμάζω, στη βασική τους δομή τουλάχιστον, να τα διορθώσω. Αντιπροσωπεύουν στα μάτια μου την εποχή που, για έναν έφηβο, το γράψιμο δεν μπορούσε νά 'ναι παρά μια συνειδητή, αδιάλλαχτη και αδιάκοπη άσκηση ανορθοδοξίας. Και αυτό έχει σημασία. Όταν έπιανα την πένα, θυμάμαι, ήθελα να αισθάνομαι πριν απ' όλα ελεύθερος. Έτσι σα νά 'βγαινα στα βουνά και να μπορούσα να τσαγκρουνίζομαι στ' αγριοκλώναρα, να ζουπάω πού και πού κανένα μοσχομπίζελο, να δρασκελάω χαντάκια, να πίνω χουφτιές το καθαρό νερό. Ήθελα, στο βάθος, να τραγουδήσω αλλιώς απ' ό,τι τραγουδάνε οι άλλοι ―κι ας ήτανε και φάλτσα. Θέλω να πω ότι το βάρος της γοητείας έπεφτε στην παράβαση· που σιγά σιγά, με τα χρόνια, είδα ότι ήταν πολύ περισσότερο μια πρόγευση της βαθύτερης αλήθειας, που κουβαλά μέσα της η νεότητα χωρίς να το γνωρίζει, παρά μια σκέτη αυθαιρεσία, ώστε να την κρίνεις με συγκατάβαση και να την προσπεράσεις.» (Ανοιχτά Χαρτιά, 5)[1]

Οι δύο πρώτες δεκαετίες της ζωής του είναι γεμάτες από ταξίδια, θερινές διακοπές σε νησιά, διαρκή επαφή με τη θάλασσα. Η Λέσβος και η Κρήτη, τόποι οικογενειακής καταγωγής, συνιστούν αγαπητούς προορισμούς για τις καλοκαιρινές διακοπές, ενώ οι Σπέτσες για αρκετά καλοκαίρια θα γίνουν τόπος πολύμηνων θερινών διακοπών.

«Ο πατέρας μου, θυμάμαι, οργάνωνε λειτουργίες σε ξωκκλήσια, και αυτό μου έχει εντυπωθεί πολύ, γιατί ένιωθες ν' ανακατεύεται το λιβάνι με το θυμάρι, μια αίσθηση που για μένα χαρακτηρίζει το συνδυασμό δύο στοιχείων, του φυσικού, ας πούμε, και του μεταφυσικού.
Είναι γνωστό ότι αυτή η ηλικία ανάμεσα στα επτά και στα δεκατέσσερα παίζει μεγάλο ρόλο για έναν άνθρωπο, γιατί τότε διαμορφώνεται μέσα του ο προσωπικός μύθος.» (Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, 9)

Ακολουθεί, στα φοιτητικά του χρόνια, η γνωριμία με τις Κυκλάδες. Στα χρόνια αυτά θα γνωρίσει την ποίηση του Paul Eluard και θα αναζητήσει τις πρωτοποριακές καλλιτεχνικές και κοινωνικές ιδέες που ηλεκτρίζουν την εποχή του: τον υπερρεαλισμό και τον μαρξισμό. Παράλληλα, φοιτητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, παρακολουθεί την «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα» των καθηγητών της Σχολής Δημήτρη Τσάτσου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή. Σε αυτό το περιβάλλον θα γνωρίσει τον ποιητή Γιώργο Σαραντάρη. Ο τελευταίος θα τον φέρει σε επαφή με τον κύκλο του περιοδικού Τα Νέα Γράμματα, σημείο αναφοράς της αναδυόμενης Γενιάς του 1930. Βρισκόμαστε πλέον στα μέσα της δεκαετίας (1934) και ο Ελύτης, σε ηλικία 23 ετών, γράφει τα «Πρώτα ποιήματα» («Του Αιγαίου», «Κλίμα της απουσίας», «Δεύτερη φύση», «Επτά νυχτερινά επτάστιχα», «Παράθυρα προς την πέμπτη εποχή») που θα δημοσιευτούν στα Νέα Γράμματα (1935) και θα ενταχθούν στους Προσανατολισμούς του, την πρώτη του ποιητική συλλογή (τυπωμένη το 1939, αλλά με ένδειξη 1940 στην έκδοση).

Έτσι, γνωρίζεται τότε με τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Δημήτρη Νικολαρεΐζη, τον Γιώργο Κατσίμπαλη, την πυρηνική ομάδας της Γενιάς του '30 που θα τον αγκαλιάσει και θα τον σπρώξει με αποφασιστικότητα να δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό που τους συσπειρώνει. Η άτυπη ομάδα μεταπείθει τον διστακτικό νεαρό. Ο τελευταίος επιλέγει, πριν τη δημοσίευση, το ψευδώνυμό του: Ελύτης.

Η κυκλοφορία της Υψικαμίνου (1935), της πρώτης ποιητικής συλλογής του Ανδρέα Εμπειρίκου, που εισάγει την ποίηση του υπερρεαλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία και καταθέτει δείγμα της τεχνικής της αυτόματης γραφής, θα εντυπωσιάσει τον Ελύτη που θα γνωριστεί και θα συνδεθεί φιλικά με τον δημιουργό της. Ξεκινά μια περίοδος έντονης αναζήτησης στους πρωτόφαντους δρόμους που ανοίγει ο υπερρεαλισμός με τα αισθητικά και ιδεολογικά του προτάγματα. Ο ποιητής συνεχίζει τη δημοσίευση ποιημάτων του από τους κατοπινούς Προσανατολισμούς στα Νέα Γράμματα («Οι κλεψύδρες του αγνώστου», «Σποράδες»), όπου, επίσης, θα δημοσιευτούν μεταφράσεις του από το έργο του Paul Eluard. Τα χρόνια αυτά (1938) και πριν ακόμη ο Ελύτης εκδώσει την πρώτη του ποιητική συλλογή δημοσιεύεται το άρθρο «Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης» (Τα Νέα Γράμματα 1938) του ποιητή και κριτικού Μήτσου Παπανικολάου, με το οποίο ξεκινά η επίσημη καθιέρωσή του στα ελληνικά γράμματα.

Η συνείδηση του ποιητή και η συνείδηση του κόσμου

Στην προοπτική να συγκροτηθεί ένας τρόπος ανάγνωσης της ποίησης του Ελύτη, μια οπτική θέασης της ποιητικής του αλήθειας που φιλοδοξεί να διαβάσει «ορθά» τις προϋποθέσεις, τις προσδοκίες, το τέλος της ποιητικής του Ελύτη, θα μπορούσαμε να δοκιμάσουμε μία ενδεικτική αναδρομή στο ποιητικό του έργο, από τους προπολεμικούς Προσανατολισμούς μέχρι το ακροτελεύτιο «Τρινάκρια», το καταληκτικό ποίημα της τελευταίας του, μεταθανάτια εκδομένης, συλλογής Εκ του πλησίον (1998), με οδηγό πλοήγησης σε αυτή τη διαδρομή των 60 περίπου χρόνων τη σχέση ποιητή και κόσμου. Θα μπορούσαμε να κυνηγήσουμε τη γραμματικό-συντακτική παρουσία του ποιητικού εγώ και να διερευνήσουμε τη σχέση του με τα άλλα πρόσωπα της γλωσσικής μας επικοινωνίας: εσύ, εσείς, εμείς. Και, στη συνέχεια, θα μπορούσαμε να αρθούμε πάνω από τη στενή και στεγνή αυτή ανάγνωση σε μια φιλοσοφική τους θεώρηση για να μας «συγχωρέσει» ίσως και ο ποιητής την ανατομική μας παρέμβαση στο σώμα της ποίησής του.

Η συνείδηση του ποιητή και η συνείδηση του κόσμου, ή πώς αντιλαμβάνεται ο ποιητής τον ρόλο του και πώς νοηματοδοτεί τον κόσμο, ποιος κόσμος δηλαδή σημαίνεται στην ποίησή του. Ο ποιητής και ο προσδιορισμός της ποιητικής του τέχνης, ο ποιητής και η υπόδειξη της ποιητικής του αλήθειας, ο ποιητής και ο ποιητικός του κόσμος.

Στον προβληματισμό και τα ερωτήματά μας απαντά ο ποιητής μιλώντας τη γλώσσα της ποίησης, και όχι τη γλώσσα της καθημερινής λογικής που υπηρετεί τις πρακτικές ανάγκες. Φτάνει να κάνουμε το μικρό άλμα εισόδου στη λογική της ποίησης:

«Θυμάμαι πόσο εξοργίστηκε κάποτε ο André Breton όταν ένας ανόητος ανθολόγος έκρινε σκόπιμο να παραθέσει στο τέλος των ποιημάτων που είχε σταχυολογήσει, μερικά επεξηγηματικά σχόλια: «επαύριον χρυσαλλίδας με ένδυμα χορού» ίσον «πεταλούδα». «Μαστός κρυστάλλινος» ίσον «καράφα», «Όχι Κύριε» φώναζε «δεν ίσον τίποτε!». Κείνο που 'χε να μας πει ο ποιητής, μας το είπε, να είσαστε βέβαιος. Και (προσθέτω εγώ) μας το είπε παρά ένα χιλιοστό από την τρέχουσα λογική. Τόση είναι στ' αλήθεια η ελάχιστη απόσταση που δυσκολευόμαστε να διατρέξουμε.
Τον καιρό που δεν καταλάβαινα τα μαθηματικά, θυμάμαι, μου λέγανε ότι δεν είχα παρά να μετατοπισθώ κατά ένα βήμα, σαν συλλογιστικός μηχανισμός, για να διατρέξω την απέραντη και συνάμα μηδαμινή απόσταση που ένιωθα να με χωρίζει απ' αυτόν τον χώρο. Και αναρωτιέμαι: μήπως θα ήταν χρήσιμο να το αντιστρέψουμε αυτό σήμερα; Και από τη μεριά τη δική μας να εξηγήσουμε στα παιδιά ότι μια διαφορετική από μέρους τους διαχείριση των στοιχείων της πραγματικότητας θα μπορούσε πάλι να τα βγάζει σε αλλιώς αυστηρά και αλλιώς αποδεικτέα μαθηματικά;» («Η μέθοδος του "άρα"», 284-285)

Ο ποιητής, λοιπόν, μιλά τη γλώσσα της ποίησης και, επομένως, μας απαντά με σχήματα λόγου και εικόνες. Ιδού πως ο Ελύτης εξεικονίζει τη σχέση του με τον κόσμο, μέσα από μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα που βρίσκεται στη συλλογή Ο μικρός ναυτίλος του 1985 (σε προχωρημένο δηλαδή στάδιο της ποιητικής του διαδρομής):

«Πουθενά αλλού δεν ένιωσα τη ζωή μου τόσο δικαιωμένη όσο πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου. Στη θέση τους τη σωστή, τα πάντα: οι βίδες, οι λαμαρίνες, οι σωλήνες, τα συρματόσχοινα, οι αεραγωγοί, τα όργανα πλεύσεως· και ο ίδιος εγώ που εγγράφω την αέναη μεταβολή παραμένοντας στο ίδιο σημείο. Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκροτημένος κόσμος που μου ανταποκρίνεται και του ανταποκρίνομαι και εισχωρούμε μαζί σαν ένα σώμα στον κίνδυνο και στο θαύμα.»
Ο μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το άριστον XXVI» (Ποίηση, 543)

Τι να σημαίνει άραγε αυτή η «αέναη μεταβολή» που ο ποιητής την «εγγράφει»; Κι εκείνος ο κόσμος που «του ανταποκρίνεται» και «προχωρούν» μαζί «στο θαύμα»;

Η εικόνα του ποιητή πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου ταιριάζει τόσο καλά στον λυρικό ποιητή του Αιγαίου και της ξεγνοιασιάς, του ήλιου, του καλοκαιριού και του έρωτα. Όμως, αν σταθούμε λίγο περισσότερο εκεί, ανάμεσα στις λέξεις, διαφαίνεται πως υπάρχει κάτι στοχαστικότερο που περιμένει να το αναγνωρίσουμε και να το κατανοήσουμε. Η ποίηση του Ελύτη υπέστη μια ισχυρή «παρανάγνωση» διαρκείας, η οποία, σχεδόν σαν να επρόκειτο για μια σύγχρονη ηθογραφία, αναγνώρισε μάλλον επιπόλαια στην ποίησή του την απελευθερωτική έξοδο της Ελλάδας στο Αιγαίο και τα νησιά του, τον καλοκαιρινό ήλιο και τη νεανική ορμή του έρωτα. Μια τέτοια ανάγνωση γρήγορα παγιώθηκε χάρη στον ετεροπροσδιορισμό της χώρας από την τουριστική επίσκεψη της Ευρώπης. Οι λέξεις και οι εικόνες υπήρχαν έτοιμες, στα πρώτα ποιήματα του Ελύτη, αυτά των ποιητικών του συλλογών Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1942), αλλά και αργότερα στις συλλογές Ο ήλιος ο ηλιάτορας (1971) και Τα ρω του έρωτα (1972): λέξεις και εικόνες με λευκούς γλάρους και γαλάζιους ορίζοντες, ανοιχτές θάλασσες, παρθένες ακρογιαλιές και ηλιόλουστα τοπία. Στις πρώτες μάλιστα συλλογές (Προσανατολισμοί και Ήλιος ο πρώτος), στις οποίες η σύνδεση με τον υπερρεαλισμό είναι ισχυρότερη, η δύναμη και η πρωτοτυπία των σουρεαλιστικών εικόνων είναι άκρως αποτελεσματικές για τη διαδικασία της «παρανάγνωσης» που επισήμανα προηγουμένως.

Οι πρώτες ποιητικές συλλογές

Με τους Προσανατολισμούς (1940), την εναρκτήρια και πιο υπερρεαλιστική στιγμή της ποίησής του, με εκείνα τα ποιήματα που ο Γιώργος Θεοτοκάς θα χαρακτηρίσει «σαν μυστηριακό ξημέρωμα στο Αιγαίο», καθώς και με τα ποιήματα της επόμενης συλλογής του, Ήλιος ο πρώτος (1942), γραμμένα τα περισσότερα την προηγούμενη χρονιά (1941), ο Ελύτης καταθέτει ένα ποιητικό ξάφνιασμα, ένα βλέμμα πάνω στη φύση τόσο διαφορετικό από τη μέχρι τότε ποιητική παράδοση, που φαντάζει ανατρεπτικό.

«Την φύση δεν την είδα ποτέ σαν τουρίστας ή έστω σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Ούτε μπορεί ένα παιδί να βλέπει έτσι τη φύση. Το παιδί βρίσκεται κοντά στη μαγεία ― δεν ξέρω τι λένε οι ψυχολόγοι, αλλά για μένα, απ' όσο μπορώ να θυμηθώ, τα φυσικά στοιχεία, έτσι από μιας αρχής, αποτελούσανε την αλφαβήτα ενός άλλου κόσμου που ωστόσο εμπεριέχεται μέσα σε τούτον. Και αποστολή μου ήτανε με τη διαφορετική τους σύνθεση να φτιάξω έναν άλλο κόσμο, ιδανικό, που ν' ανταποκρίνεται στον βαθμό της μαγείας που αισθανόμουν και αισθάνομαι ακόμη ως σήμερα.» (Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, 28)

Αν η ποιητική του πορεία ξεκινάει με τις αναγνωρισμένες οφειλές στη δυναμική του υπερρεαλισμού και τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα της αυτόματης γραφής, η πορεία της θα διαγράψει τη σταδιακή απομάκρυνση και την κατάδυση στις ατραπούς του ρομαντισμού, ο οποίος έτσι κι αλλιώς τροφοδοτεί υπογείως την υπερρεαλιστική δοξολόγηση του ανθρώπινου αισθήματος.

«Τώρα, η ανάγκη για τη μετουσίωση, και την αναπαρθένευση του λόγου, η επιδίωξη της τελειότητας, ολοένα και με κυρίευαν περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια, κι έτσι έφτασα στο άλλο άκρο του αυθορμητισμού που χαρακτήριζε τα πρώτα μου ποιήματα. Φαίνεται βέβαια λιγάκι παράξενο για έναν υπερρεαλιστή, που ξεκίνησε με την αυτόματη γραφή, να του χρειάζονται χρόνια ολόκληρα για να τελειώσει ένα ποίημα.
Βέβαια αυτό που λέμε δοσμένο, εννοούμε το από Θεού, υπάρχει. Δηλαδή, αισθάνεσαι ξαφνικά να είσαι κάτοχος ενός στίχου ή τριών τεσσάρων στίχων που έχουν κάτι από το αστραπιαίο της αποκάλυψης. Αυτοί, αμέσως αισθάνεσαι, ότι πρέπει να μπούνε σε κάποιο σημείο ενός νοερού συνόλου. Μπορεί να είναι κατάλληλοι για αρχή, μπορεί να πέφτουν στη μέση ή μπορεί να έρχονται στο τέλος. Αυτό το διαισθάνεται κανείς∙ και εξυπηρετούνε σιγά σιγά ―βλέπεις ότι εξυπηρετούνε― μια λυρική ιδέα που μπορεί να σε κυνηγούσε από καιρό.» (Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, 29-30)

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, την αναδρομή μας στο ποιητικό έργο του Ελύτη από αυτές ακριβώς τις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές, τα ποιήματα των οποίων αποτυπώνουν την «προτεραία κατάσταση», πριν από τις τραγικές εμπειρίες των χρόνων του ελληνοϊταλικού πολέμου (1940-1941) και της γερμανικής κατοχής (1941-1945). Άξονας αναφοράς μας, θυμίζω, η σχέση του ποιητή με τον κόσμο.

Μια εναρκτήρια παρατήρηση είναι ότι, σε αυτές τις ποιητικές συλλογές, το ποιητικό εγώ είτε εμφανίζεται σε πολύ περιορισμένο βαθμό είτε συγχωνεύεται σε ένα εμείς. Ας το παρακολουθήσουμε στο 6ο ποίημα από τις «Κλεψύδρες του Αγνώστου», μία ενότητα ποιημάτων των Προσανατολισμών (1940), αφιερωμένη στον υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο, ομότροπο συνομιλητή του Ελύτη. Παραθέτω το δεύτερο μισό του 6ου στη σειρά ποιήματος:

Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα
Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα και γιορτές
Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος στη φορά του
Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε
Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα
Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη ορμητήριο αναπάντεχο


Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές τα γαλανά αναστάσιμα
Κι όλα τα κρύα νησιά θ΄ ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν
Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη
Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή της πλώρης
Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών Ανθρώπων.

Ο ποιητής, όπως και στην πρώτη εικόνα που αναφέραμε πάνω στη γέφυρα του πλοίου, βρίσκεται σε σημείο οπτικής θέασης όπως βλέπουμε από ένα καράβι («Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή της πλώρης») και «εμπιστεύεται» τον εαυτό του στον κόσμο («Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος στη φορά του»). Φαίνεται πως εδώ, στα 1940, απαντούμε ψηφίδες μιας εικόνας που θα κατασταλάξει στον μεταγενέστερο Μικρό ναυτίλο του 1985. Επιτρέψτε μου το σχόλιο: εμείς μπορεί να ανατέμνουμε, αλλά η ποίηση είναι ένα όλον, γι' αυτό και εδώ ενυπάρχουν όσα θα διαμορφωθούν οριστικότερα στη συνέχεια. Εδώ βέβαια το εγώ ακούγεται ευδιάκριτα και καταγράφει στοιχεία του «κόσμου» ό,τι κι αν σημαίνει ο κόσμος αυτός. Αλλά η σχέση του με τον κόσμο αυτό, όπως και με το εσείς, εμείς, δεν θίγεται.

Στο παρακάτω απόσπασμα το εγώ συστέλλεται στη σχέση του με το εσύ αφήνοντας εκτός ευρύτερες οπτικές:

Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες ―Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήταν μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος
Σ' άφησα τότες
Προσανατολισμοί, «Ηλικία της γλαυκής θάλασσας» (Ποίηση, σ. 61)

Με το παρακάτω απόσπασμα φαίνεται πως προχωράμε ένα βήμα παραπέρα, το εγώ, διακριτό και ενεργό, αναλαμβάνει την κρίσιμη δράση της ονοματοδοσίας του απέναντι στον κόσμο:

Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή, πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου…
Προσανατολισμοί, «Η συναυλία των γυακίνθων, XVII» (Ποίηση, σ. 53)

Εδώ ο ποιητής εμφανίζεται να γνωρίζει τον κόσμο και μάλιστα να τον ονοματίζει («εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα»). Η πράξη της ονοματοδότησης είναι μία πράξη που υποδεικνύει γνώση του αντικειμένου και εξουσία που προέρχεται από τη γνώση, κατά τον τρόπο που ο πρωτόπλαστος Αδάμ ονομάτισε ζώα, φυτά και πράγματα της πρόσφατης Δημιουργίας. Ποιος όμως είναι αυτός ο κόσμος, η «μόνη πραγματικότητα»;

Στην επόμενη συλλογή, στον Ήλιο τον πρώτο, τα πράγματα γίνονται συνθετότερα. Το εγώ γίνεται εμείς και μιλάει εξ ονόματος του εμείς ή παίρνει το πρόσωπο ή το προσωπείο του εσύ. Ο κόσμος και η μόνη πραγματικότητά του συνοψίζονται και συμβολοποιούνται στην Ιδέα, κατά το πρότυπο της πλατωνικής της διασάφησης.

Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη
Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται
Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη
Που όλο παρακαλείς
Κι όλο δεν κατεβαίνει
Χρόνια και χρόνια
Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα.
Ήλιος ο πρώτος, «XVI» (Ποίηση, σ. 90)

Για ποια «ολόλευκη Ιδέα» παρακαλεί ο ποιητής; Πού ανάμεσα στέκεται, παρακαλεί, περιμένει, ή, σύμφωνα με τον τελευταίο στίχο, χτίζει, ονειρεύεται και τραγουδά; Πού είναι το επάνω και το κάτω του στίχου: «Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα»; Το εδώ κάτω μπορεί εύκολα να εξαχθεί συσχετιστικά: είναι ο κόσμος μας όπως τον αντιλαμβανόμαστε με τις ανθρώπινες αισθήσεις μας, αυτό που καταλαβαίνουμε γύρω μας ως «πραγματικότητα». Το ζητούμενο βέβαια είναι να προσδιοριστεί το «επάνω» της «ολόλευκης Ιδέας». Ο τόπος, δηλαδή, της «μόνης πραγματικότητας», του πραγματικά πραγματικού κόσμου.

Η πορεία προς το Άξιον Εστί

Προϊούσης της δεκαετίας του 1940, ο Ελύτης περνά σε μία επόμενη, διακριτή φάση του ποιητικού του έργου που καθορίζεται από το βάρος της ιστορικής πραγματικότητας: αλβανικό μέτωπο, η δήωση της χώρας στα χρόνια της Κατοχής, η Αντίσταση, ο φόρος αίματος μέχρι τη στιγμή της Απελευθέρωσης.

«Η Αλβανία, για τη σωματική μου υπόσταση ήταν μια περιπέτεια αβάσταχτη, αλλά για την ψυχική μου όμως ιστορία, μια τομή βαθιά.» (Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό, 19)

Η σχετική παραγωγή περιλαμβάνει το Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας (1945), η «πρώτη επίσημη διασταύρωση του Ελύτη με τα ιστορικά δρώμενα της εποχής του» (Μαρωνίτης 1995, 69), και Το άξιον εστί (1959), που έδωσε αισθητική διάσταση στην ιστορική πραγματικότητα υπερβαίνοντας, ταυτόχρονα, το δίλημμα ελληνική παράδοση ή ευρωπαϊκός μοντερνισμός (Δημηρούλης 1986, 321). Η δεκαπενταετής περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο ποιητικές συνθέσεις, 1945-1959, είναι περίοδος σιωπής και αυστηρής εργασίας. Ένα μακρύ μεσοδιάστημα «σιωπής» δημιουργείται και αμέσως μετά, μεταξύ των ετών 1960 και 1971, δηλαδή ανάμεσα στην κυκλοφορία των συλλογών Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό και Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά.

Ας επιστρέψουμε όμως στην περίοδο που η ποίησή του αναμετράται με την Ιστορία. Τώρα, το εγώ, ο ποιητής αναλαμβάνει δράση, ποιητική δράση, προχωρά στην πράξη, την ποιητική πράξη.

«Ο έρωτας, οι αισθήσεις, τα όνειρα, ξεψυχούσανε από μια πρωτοφανή στα χρονικά της ανθρώπινης φαντασίας ασιτία. Και τι άλλο θα μπορούσε να 'ναι σε τέτοιες στιγμές ο ποιητής παρά ένας χορηγός οξυγόνου.» (Ανοιχτά Χαρτιά, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», 414)

Στη «Γένεση» του Άξιον εστί ο ποιητής αναλαμβάνει έναν συγκεκριμένο ρόλο, εμφανίζεται μάλιστα ο ρόλος αυτός να του ανατίθεται.

Εάν η ανάθεση γίνεται άνωθεν ή όχι είναι ζήτημα του τρόπου εκφοράς του λόγου και της αποκαλυπτικής του δύναμης. Ο ποιητής πάντως αναλαμβάνει ρόλο «εθνικού ποιητή», ο λόγος του γίνεται κιβωτός σωτηρίας της ιστορίας του λαού, γίνεται δύναμη γνώσης της ιστορίας και των αντινομιών της, γίνεται ένα με τον λαό, γίνεται ο ίδιος ο «κόσμος, ο μικρός, ο μέγας». Μπροστά στην ωμή αλήθεια της ιστορίας φαίνεται πως υποχωρεί η αλήθεια της «μόνης πραγματικότητας», της «ολόλευκης Ιδέας», ή φαίνεται πως μεταμορφώνεται, καλύτερα ανασχηματίζεται, με τρόπο ώστε ο ποιητής να αναλάβει την προσδοκώμενη δράση ενός πατριάρχη-ποιητή του δοκιμαζόμενου λαού. Παρακολουθούμε την ανασύνταξη αυτή του ποιητή και της σχέσης του με τον κόσμο, κάτω από την πίεση των ιστορικών γεγονότων, με δύο, διαδοχικά, κείμενα από τη σύνθεση του Άξιον εστί.

Ο δοκιμαζόμενος λαός του Ισραήλ απαιτεί από τον πατριάρχη Αβραάμ να τον σώσει από τη σκλαβιά των Αιγυπτίων και να τον οδηγήσει στη Γη της Επαγγελίας. Για να αναλάβει ο ποιητής αυτό τον ρόλο, ο λόγος της ποίησης μορφώνεται ως λόγος προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, ως λόγος ευαγγελικός και ως λόγος της Αποκάλυψης. Διαβάζουμε την αρχή από το Πέμπτο Ανάγνωσμα με τίτλο «Η αυλή των προβάτων» από το Άξιον εστί και πάλι:

Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φορές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποίμνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα δόντια του γυάλισε η αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου.

Το άξιον εστί, «Τα πάθη. Ανάγνωσμα πέμπτο. Η αυλή των προβάτων» (Ποίηση, σ. 162)

Σε αυτό το πλαίσιο ο ποιητής είναι ο λαός και η ποίησή του πληρώνει τον φόρο της βίας, το χρέος απέναντι στην ιστορία:

Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως ξεπληρώνω
Το άξιον εστί, «Τα πάθη. ι΄» (Ποίηση, σ. 164)

Ο ποιητής πατριάρχης θα οδηγήσει εντέλει το λαό του στη Γη της Επαγγελίας (διαβάζουμε τους τελευταίους στίχους από «Τα πάθη»):

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι.
Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανά
κι αλογάκια πέτρινα
με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.
Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν
από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού
άγιος, άγιος, φωνάζοντας. […]
Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού
κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα:
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.
Το άξιον εστί, «Τα πάθη. ΙΗ΄» (Ποίηση, σ. 171)

Ο λόγος του ποιητή εκβάλει στο «Δοξαστικόν», το τρίτο μέρος της σύνθεσης, από το οποίο μεγαλύνεται το Άξιον εστί, έναν ύμνο του φωτός, της ζωής, του έρωτα. Από τη δοξολογία αυτή του ποιητή ξεχωρίζω τις δύο παρακάτω «στροφές»:

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου
στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου
τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος
το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη
[…]
Τ' ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία
η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου
η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει
το πολύ σιμά και όμως αόρατο
Το άξιον εστί, «Δοξαστικόν» (Ποίηση, σ. 180-181)

Στο «Δοξαστικόν», το βάρος της ιστορίας αποδεσμεύεται και η ποίηση επιστρέφει, αναθεωρημένη, στον αρχικώς προδιαγεγραμμένο σκοπό της: τη «μόνη πραγματικότητα», την «ολόλευκη Ιδέα». Η νίκη ενάντια στη φασιστική βαρβαρότητα επιτρέπει τώρα στον ποιητή, στην ποίησή του, τον μετασχηματισμό (από τη ζωώδη βαρβαρότητα στην ανθρώπινη υπόσταση) και την αναπτέρωση (από την ανθρώπινη αδυναμία στην αγγελική προσδοκία): «το γύρισμα του λύκου / στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου». Η επιστροφή στην «ολόλευκη Ιδέα» προαπαιτεί (και υποδεικνύει) τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος έτσι ώστε να διανυθεί η μεγάλη απόσταση από τον λύκο στον άγγελο ή, σύμφωνα με τον τέταρτο (τόσο σολωμικό) στίχο, από το χάσμα στα άνθη. Έτσι θα συντελεστεί το θαύμα χάριν της ποίησης, κατά τον γνωστό σολωμικό στίχο «Γελάς και συ στα λούλουδα, χάσμα του βράχου μαύρο» από τον Πόρφυρα, του οποίου ο απόηχος φτάνει μέχρι εδώ.

Η φιλοσοφική θεώρηση του Πλωτίνου που ρητά δηλώνεται εδώ, επανέρχεται στη δεύτερη στροφή που παραθέτω: «η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει / το πολύ σιμά και όμως αόρατο». Στην πλατωνική και τη νεοπλατωνική φιλοσοφική παράδοση ο κόσμος μας θεωρείται σκιώδης του πραγματικού. Οι ανθρώπινες αισθήσεις, αδύναμες να συλλάβουν τον πραγματικό κόσμο, ζουν μέσα σε ένα ψευδεπίγραφο σύμπαν. Μπορούν ωστόσο να αντιλαμβάνονται τον πραγματικό κόσμο μέσα από την αποκρυπτογράφηση μυστικών συμβόλων, τη θέαση των ειδώλων των Ιδεών, που κατοικούν τον πραγματικό κόσμο, εφόσον βέβαια ασκηθούν στη φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας. Ο ποιητής και η ποίησή του ασκείται ακριβώς στην ανάγνωση της παρασημαντικής αυτού του κόσμου, του τόσο κοντά μας και δυστυχώς αόρατου στα μάτια μας. Αυτή η ευθύνη του ποιητή και του ποιήματός του αποτυπώνεται έξοχα στο ποίημα «Δώρο ασημένιο ποίημα» της συλλογής Το φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά (1971).

Ο ποιητής και ο κόσμος

Ο ποιητής γεύεται την εμπειρία και τη δυσκολία αυτής της θέασης της αλήθειας του άλλου κόσμου κατεξοχήν στα ποιήματα της συλλογής Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (1982). Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αποφύγουμε μία παρεξήγηση: ο ποιητής δεν θεολογεί, δεν δογματίζει, δεν ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας σε ένα είδος αντιρρητικής ποίησης. Ο άλλος κόσμος, ο άφθαρτος όπως ονομάζεται στα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, δεν είναι απλώς ο κόσμος της μεταθανάτιας χριστιανικής πίστης με την έννοια που δίνει η ορθόδοξη παράδοση. Πρόκειται για έναν κόσμο απτό, που μπορούμε να τον δούμε, να τον ακούσουμε, να τον βιώσουμε, όσο ζούμε. Γιατί είναι ένας κόσμος δίπλα μας και μέσα μας, που υπάρχει αυτήν ακριβώς τη στιγμή, αλλά η αποκατάσταση της επικοινωνίας μαζί του είναι απαιτητική:

κάπου
συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι
Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας (Ποίηση, «Ο κήπος βλέπει», σ. 441)

Η αδυναμία θέασης του κόσμου αυτού δεν οφείλεται στην απουσία στοιχείων που τον αποκαλύπτουν. Τα «μηνύματα» του κόσμου αυτού υπάρχουν γύρω μας, αλλά εμείς είμαστε αδύναμοι (ή αδιάφοροι) να τα συσχετίσουμε, να διαβάσουμε την αλφαβήτα τους:

ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα
τί να το κάνεις
δε νογά κανείς
μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
να βρούνε δέκτη
δέσμες ήχων μουσικής
ηλεκτρονικής
που τους λύθηκε η πόρπη
και πέφτουν μ' άλλους διάττοντες
βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις
η καμπύλη της γης διακρίνεται.
Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, «Ο κήπος βλέπει» (Ποίηση, σ. 442)

Εάν στην ποίηση ανατίθεται ο ρόλος να φέρει τα σήματα του κόσμου αυτού, του μόνου πραγματικού, τότε η ποίηση του Ελύτη είναι μία σταθερή υπόμνηση αυτής της «αλήθειας». Κάθε στίχος ένα κάλεσμα θέασης του «αληθινού κόσμου». Λέξεις και αριθμοί, εικόνες και ονόματα στην ποίηση του Ελύτη σημαίνουν την αλήθεια, μεταφέρουν τα μηνύματα της αφθαρσίας, «αντιγράφουν τ' Ασύλληπτα». Η ποίηση γίνεται δωρεά, που αφειδώλευτα προσφέρει στον αναγνώστη της τη θέαση του Ασύλληπτου:

Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.

Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας.
Ο μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον, IV» (Ποίηση, σ. 898)

Για να ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών χρειαζόμαστε την ποίηση. Αλλά για να φτάσουμε σε αυτή απαιτείται να αντιπαλέψουμε την ανθρώπινή μας «ηλιθιότητα». Η λέξη είναι βαριά και επιλέγεται από τον ποιητή για να μεταφέρει το ασήκωτο βάρος της αδυναμίας μας.

«Όλοι μαζί, ποιητές, μουσικοί, καλλιτέχνες, παρ' όλες τις μεγάλες τους διαφορές, κάποτε και χάρη σ' αυτές, δεν κάνουν στο βάθος και στο πλάτος των αιώνων παρά να συγκροτούν τη δεύτερη κατάσταση του κόσμου. Είναι ανοιχτή σε όλους και ίσαμε σήμερα που μιλάμε δεν εβρέθηκε δαιμόνιο στρατιωτικό ικανό ν' αποκόψει τις στενωπούς. Απλώς, κάποτε η πρόσβαση γίνεται τόσο πιο δύσκολη όσο η ανθρώπινη ηλιθιότητα πιο παχυλή. Κανένας δεν είναι υποχρεωμένος να ενδιαφέρεται για την Ποίηση. Άπαξ όμως κι ενδιαφέρεται, είναι υποχρεωμένος να "γνωρίζει να μεταβαίνει" σ' αυτή τη δεύτερη κατάσταση, να περπατεί και στον αέρα και στο νερό.» (Ανοιχτά Χαρτιά, «Τα Κορίτσια», 172)

Υπό το φως αυτό ας διαβάσουμε το ποίημα «Το αμύγδαλο του κόσμου».

1.
Τί γίνεται άμα
στράφτει στην πέρα χώρα του μνημονικού
και αντανακλά σκηνές που μέλλει να συμβούν
σε χρόνο ανύποπτο

ένα κοριτσάκι τρέχοντας
άκρη άκρη του γιαλού
ν' ανασηκώσει το τραπεζομάντιλο της θάλασσας (Dalí)

και το άλλο πίσω από το τσέρκι του
στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού (De Chirico)

ένα τρίτο ανάγερτο στον καναπέ
με τα σκέλη ανοιχτά (Balthus)

το αμύγδαλο του κόσμου
είναι βαθιά κρυμμένο
και παραμένει αδάγκωτο

μυριάδες δυνατότητες φρικιούν
γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε
οι ηλίθιοι

δεν καταλάβαμε ποτέ πώς σκέπτονται τα περιστέρια
δυο σπιθαμές πάνω από το κεφάλι μας
παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη

πριν υπάρξει
το σώμα τούτο που είμαι
προηγήθηκε μια θάλασσα
γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα
φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα

θα 'λεγες από τότε ακόμη
στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ
φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη
αεί αεί αεί

μα ποτέ κανείς δε θέλησε να με πιστέψει.


2.
Α ναι παρά τη θέλησή μου
έγινε ο κόσμος έτσι που
γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου

το αμύγδαλο του κόσμου
είναι πικρό και δεν
γίνεται ναν το βρεις παρεχτός αν
κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο

μεγεθύνονται τα σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της
παν μοιράζοντας τις άχνες
δω κι εκεί τ' ουρανού
οι οπές
παραπλανούν το θάνατο


τις νύχτες
που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς
στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
η όψη που θα μου έδινε
ο Θεός εάν ήξερε
πόσο η γη στ' αλήθεια μού στοιχίζει
σε απόγνωση
σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «ἐπέπρωτο»
σε κυπαρίσσια
αιωνόβια σαν ποιήματα
που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.


3.
Έλα τώρα
δεν πα να μην αρέσεις
το παν είναι η ρότα σου
κόντρα στην κοινωνία τούτη
την ανασχετικήν ηλιθιότητα
σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
τόμου τα χτενίσεις

θαύμα

έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
να προφέρεις με δέος τα λόγια
που αρμόζουν στην περίσταση
και δη τα ωραία και τ' απαγορευμένα

ποίηση
πού μα πού λοιπόν
δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
κάτι το δίχως άλλο
πρέπει με τρόπο να 'χει αφαιρεθεί
από την υδρόγειο
για ν' ασθμαίνει τόσο
να χλωμιάζει
και το πένθος ν' απλώνεται

άδικα των αδίκων
το αμύγδαλο του κόσμου
πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
από κάποιο τέλειο επίτευγμα
ώσπου τέλος μού απομένουν
δύο ή τρεις ορθές κολόνες
και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα 'λεγες Κρητομινωική (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
όπως άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:

μία έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ' Αστεροσκοπεία.

4.
Όλα να τα 'χεις
πάντα κάτι λείπει
αρκεί να μη συντελεσθεί το Ακέραιο
και η Τύχη νιώθει ευτυχής

τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
μία μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες

χρειάζεται
να 'μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ
από 'να σ' άλλον άνθρωπο
η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού
ντινγκ
λάμψη
θρύψαλα

θυμηθείτε τη Maria Alcaforado
και τον Noël Bouton de Chamilly
τη Jettchen και τον Heinrich von Kleist
τον φίλο μας Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή

που να πάρ' η ευχή
βρέθηκε πάντα να ζητάμε
ίσα ίσα εκείνο πού δε γίνεται

ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
σε απόσταση ψυχής ερημικής
θάλλει φαίνεται ακόμη

το αμύγδαλο του κόσμου

άμε δάκρυ μου άμε
πάρε τους δρόμους τ' ουρανού
για σένα η αγρυπνία ετούτη.

5.
(Ακόμα ένα τσιγάρο
που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε
δυο τρία λεπτά ζωή
με στιγμές αλήθεια υπέροχες
αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε

κι εσύ πικρέ που το 'βαλες γινάτι
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου
και σου απόμεινε το χέρι
γράφοντας κάτι ποιήματα
λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου

ποιός ποτέ κατάλαβε
τα δειλινά που τ' άντεχες μην και δακρύσεις;
υπάρχει ένας προδότης μέσα σου
που η ώρα του θά 'ρθει να τιμωρηθεί

ω φίλοι
αν κάποιος από μας αμάρτησε
πρέπει να 'ναι ο Θεός
χαλάλι του
ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται
να ' μαστε άνθρωποι σωστοί
σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα
κοίταξε:

σπαν τ' αστέρια ένα ένα
και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου
κι εκείνο σώνεται
πάτα το χάμου
αντίο.)

6.
Θε μου
αν η αλήθεια γίνεται
κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
πρέπει να 'μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ' όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
ο άνθρωπος είναι σαν να 'ρχεται απ' αλλού
γι' αυτό και ηχεί παράτονα
μ' ένα θυμητικό κατακερματισμένο αλλ'
εφεκτικό στα θαύματα

ίσως και να 'χω λάθος ίσως και να 'ναι που
δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
κρέμομαι
από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο τον κόσμου
από 'ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου νά:
κάποτες η στιγμή φτάνει

τα νερά γύρω του γίνονται
αγλαά
ψυχρά
τριανταφυλλένια
μισοκλείνει τα βλέφαρα
είναι που η αντανάκλαση
όλο κάλλος απόλυτο
δείχνει με ποιόν προσώρας είχε
άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.

7.
Μπρος λοιπόν
λησμονήσετέ με αν κοτάτε ―

οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες

τρεις μετά τα μεσάνυχτα
είναι σαν να 'χω γεννηθεί χρόνους μετά
που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και στο εμπόριο

αξιωματικά ζω πέραν από το σημείο που βρίσκομαι
άλλωστε
συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου
θα με συναντήσετε και μετά θάνατον

(είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή
εμφανίζεται στα σύννεφα ―όπως επάνω στο χαρτάκι
ουρώντας
το σάκχαρο του διαβητικού―
ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός:
η ματαιοδοξία
και το μέσα της ανέφικτο)
πού; ποιόν; πότε;

ζητήσετε και ευρήσετε

τη μικρή Κυνηγέτιδα
που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου
ψηλά στα όρη και ίπταται
σ' έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν

αλήθεια

χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν

η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο

στέκω και θεωρώ τα κύματα
ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς
ποτέ του υπήρξε.
Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, «Το αμύγδαλο του κόσμου» (Ποίηση, σ. 450-457)

Με αυτά τα δεδομένα και τις αναγνώσεις επιλεγμένων ποιημάτων από το ποιητικό σώμα του Ελύτη φαίνεται πως τελικά ο ποιητής, χάρη στο θαύμα της ποίησης, έχει την πλήρη συνείδηση του άφθαρτου κόσμου, της μόνης πραγματικότητας, του Ασύλληπτου που απλώνεται απλόχερα γύρω μας. Η ποίησή του ψηλαφεί την αλφαβήτα του, η ποιητική του τέχνη αγωνίζεται να αναδείξει τις συσχετίσεις των μυστικών εννοιών του, να αποκρυπτογραφήσει τη μυστική τους ευδία και να την προσφέρει «ασημένιο ποίημα» σε μας, τους αναγνώστες του. Όπως, για παράδειγμα, στο εξής ποίημα από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου:

Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δάχτυλά μου όταν γράφω. Από το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.
Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Τρίτη, 7» (Ποίηση, σ. 474)

Ύστερα από όσα είπαμε, ποιος θα προχωρούσε ανυποψίαστος στην εύκολη ανάγνωση πως εδώ πρόκειται απλώς για μία ωραία ποιητική εικόνα, γεμάτη λυρισμό και ευαισθησία, που αναζωογονεί με τη λαξεμένη εκφραστική της τη νεοελληνική γλώσσα; Πρόκειται απλώς για ένα όμορφο τοπίο;

Απαντά ευθέως ο ίδιος ο ποιητής:

Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι «τοπίο» ― η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι «διάρκεια». Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δε σ' αφήνει να τη συλλάβεις.
Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω απ' τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου, που καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του· όπως, ακριβώς, μέσα σ' ένα ποίημα. Και τότε ―αφού είναι μια ανάπτυξη του ακαριαίου ή, αντίστροφα, μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίημα― να κερδίσει την ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα.
Μόνον ένα πράγμα να μπορούσε να συνειδητοποιήσει: ότι δεν τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί.
Ο μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον, XXIV» (Ποίηση, σ. 542)

Επομένως, για να επιστρέψουμε στην εικόνα του ποιητή πάνω στη γέφυρα του πλοίου που αγναντεύει, εκείνος δεν θαμπώνεται από τον γαλάζιο ορίζοντα. Θαυμάζει τις μυστικές συσχετίσεις συμβόλων και εννοιών και αναζητά να εκφράσει σε λόγο ελληνικό το μέγα θαύμα του Ασύλληπτου.

Το σκληρό φως του καλοκαιριού, του Αιγαίου, της ποίησης του Ελύτη, σε αυτή την προοπτική, έχει περισσότερο το μυστικό βάρος που συναντούμε για παράδειγμα στον «Κλήρο του μεσημεριού» του Πωλ Κλωντέλ, παρά την ελαφρότητα της τουριστικής ατραξιόν. Αν στην έναρξη του ποιητικού έργου του Ελύτη στη δεκαετία του 1930 διαβάζουμε τους στίχους:

Ο έρωτας
Το αρχιπέλαγος
Κι η πρώρα των αφρών του
Κι οι γλάροι των ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει
Ένα τραγούδι
Προσανατολισμοί, «Πρώτα ποιήματα, Του Αιγαίου, Ι» (Ποίηση, σ. 11)

Η οριστική του αποφώνηση στα 1998 κατέθετε την ακόλουθη «κληρονομιά» με την οποία ο Ελύτης μάς αποχαιρέτησε φεύγοντας από αυτό τον κόσμο και με την οποία θα ήθελα να τελειώσω την περιδιάβασή μου στο ποιητικό του έργο:

Και να! Μια ημικατεστραμμένη Θήρα που ως Νίσυρος επανακτίστηκε με γεράνια τεράστια και νερά κυλιόμενα παλαιάς Ιλιάδας κελαρύσματα. Όπου σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη, νόμος δεν γράφει, και πάσα του ηλίου ακταιωρός δεκτή, το άλκιμον ήμαρ και το εξ όλων των χρωμάτων εν και πάλλευκον, το αχνάρι της μέλισσας κει που δεν ετελειώσαμε ποτέ. Φιλιά που δόθηκαν κι άλλα που δεν. Χαιρέτωσαν.
Ανθ' ημών η αγάπη.
Εκ του πλησίον (Ποίηση, σ. 629-630)

Βασίλης Βασιλειάδης,
© 2013-5 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.

[1] Στο κείμενο βραχυγραφούνται ως εξής οι παρακάτω εκδόσεις κειμένων του Ελύτη:
Ανοιχτά Χαρτιά: Ελύτης, Οδυσσέας 1974. Ανοιχτά χαρτιά. Αθήνα: Αστερίας.
«Η μέθοδος του "άρα"»: Ελύτης, Οδυσσέας 1986. Η μέθοδος του «άρα». Χάρτης 21-22-23 (Νοέμβριος): 283-296.
Ποίηση: Ελύτης, Οδυσσέας 2005. Ποίηση. Αθήνα: Ίκαρος. Η στερεότυπη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του.
Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό: Ελύτης, Οδυσσέας 2000. Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό. Αθήνα: ύψιλον.


Για την ανάλυση των βιβλιογραφικών παραπομπών σε δευτερογενή βιβλιογραφία, βλ. εδώ την ενότητα "Βιβλιογραφία".