Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
συνέβη στον κόσμο

1969

Γορίλας στο Φεγγάρι

  • Ο Μπαζ Όλντριν ποζάρει στην Σελήνη ώστε ο Νηλ Άρμστρονγκ να φωτογραφήσει και τους δύο τους χρησιμοποιώντας την ανάκλαση στην προσωπίδα. (φωτογραφικό αρχείο NASA)

21 Ιουλίου το διαστημόπλοιο Απόλλων 11 προσεδαφίζεται στην Σελήνη.

Διαβάστε σχετικά:

5
Δεν είχε ξημερώσει ακόμα η 21η Ιουλίου του 1969, όταν τέσσερα αγόρια εμφανίστηκαν στο καφενείο, που τότε δεν είχε πάρει ακόμα το εξωτικό όνομα Μαρτινίκη, ήταν σχεδόν μια παράγκα μπροστά από μια αλάνα με μερικές νεραντζιές εδώ κι εκεί. Ο Μπάρμπας είχε μόλις ξεκλειδώσει κι έβγαζε τις καρέκλες και τα τραπέζια έξω. Ξεπρόβαλαν μέσα απ’ το σκοτάδι τα τέσσερα αγόρια, περπατώντας το ένα δίπλα στο άλλο, βιαστικά, σαν να είχαν ραντεβού. Και κατά κάποιο τρόπο είχαν.
Το ένα, το ψηλότερο και πιο αδύνατο, φορούσε κοντό παντελόνι, κοντομάνικο καρό πουκάμισο, πλαστικά πέδιλα κι ένα ζευγάρι γυαλιά με μαύρο κοκάλινο σκελετό, που γλιστρούσε κάθε τόσο από τη μύτη του, και κρατούσε μια κεραία που τον ξεπερνούσε στο μπόι. Το δεύτερο, το πιο μικροκαμωμένο και μικρότερο σε ηλικία, έτρεχε λίγο πιο πίσω με μικρά χαρωπά βήματα για να προφτάσει τους υπόλοιπους σκουπίζοντας πού και πού τη μύτη του με την ανάστροφη της παλάμης του κι έχοντας σφιχτά κάτω απ’ τη μασχάλη του ένα μαύρο κουτί. Το τρίτο, παρά τη ζέστη του Ιουλίου, ήταν ντυμένο γορίλλας και φορούσε στο κεφάλι έναν φακό ανθρακωρύχου, και το τέταρτο και τελευταίο κρατούσε ένα ραδιόφωνο και σφύριζε τον ρυθμό του τραγουδιού που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή και που ήταν το “With a little help from my friends” των Beatles. Κατέφτασαν και οι τέσσερις φουριόζοι στην αλάνα κι άρχισαν αμέσως να οργανώνουν τον χώρο κοιτάζοντας εκ περιτροπής το ρολόι που φορούσε ο γορίλλας πάνω από τον μαλλιαρό καρπό του. Ο δε γορίλλας άλλοτε αποτραβιόταν γρυλίζοντας θυμωμένος κι άλλοτε άπλωνε το χέρι του γενναιόδωρα στους υπόλοιπους για να δουν την ώρα από το πανάκριβο Ζενίθ του.
«Δεν είμαστε έτοιμοι» είπε ο ψηλότερος, που τον έλεγαν Γιάννη.
«Έχουμε καμία ελπίδα να προλάβουμε;» ρώτησε ο Αποστόλης, εκείνος με το ραδιόφωνο που τώρα έπαιζε το “Don’t let me down”.
«Μπάρμπα» φώναξε ο Κωστής, ο μικρότερος, ρουφώντας τη μύτη του «έχεις μια μπαλαντέζα;»
«Που κρύψαμε την μπαταρία;» είπε ο γορίλλας χαμένος ανάμεσα στα κλαδιά ενός θάμνου.
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Ώρα;»
ΓΟΡΙΛΛΑΣ (που στο μεταξύ είχε βγάλει τη μάσκα και σκούπιζε τον ιδρώτα από τα φρύδια και τους κροτάφους του): «Πεντέμισι».
ΚΩΣΤΗΣ (κοιτώντας τον ουρανό): «Θα ‘χουν φτάσει τώρα;»
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Σίγουρα πράγματα».
ΚΩΣΤΗΣ: «Τι καιρό θα κάνει;»
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Κρύο αλλά δεν θα το καταλαβαίνουν».
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Τράβα την μπαταρία».
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Φέρε πιο κοντά το ραδιόφωνο και κλείσ’ το».
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Μπάρμπα, καρέκλες, τέσσερις. Και λεμονάδες».
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Κωστή, σκούπισε τη μύτη σου».
ΚΩΣΤΗΣ (τρίβοντας τη μύτη στο μανίκι του): «Δεν βλέπω τίποτα. Που είναι ο γορίλλας με το φακό;»
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Έρχομαι. Η μπαταρία είναι βαριά».
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Που να συνδέσω τα καλώδια;»
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Τα κόκκινα μεταξύ τους, το μπλε στο πράσινο, στρίψε το καλά».
ΚΩΣΤΗΣ: «Αποστόλη, κράτα την κεραία όρθια».
ΓΟΡΙΛΛΑΣ (κοιτώντας ψηλά με τα κιάλια): «Έχω φέρει τα πανάκριβα κιάλια του μπαμπά μου».
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Τι κοιτάς; Δεν φαίνεται τίποτα».
ΚΩΣΤΗΣ: «Τίποτα κι ακόμα νύχτα είναι».
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Δεν πρόκειται να δούμε τίποτα. Ανεβαίνουν απ’ την άλλη μεριά».
ΚΩΣΤΗΣ: «Με τα λεφτά που έχει ο μπαμπάς σου θα μπορούσε να αγοράσει το φεγγάρι».
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Από ποιον;»
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Από τους Αμερικάνους».
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Θα το ‘θελα αυτό…»
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Σχεδόν έτοιμοι… Ώρα;»
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Αλλά τι νόημα θα είχε αφού όλοι θα μπορούσαν να το δουν…»
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Ώρα;»
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Έξι και σαράντα επτά λεπτά και δεκατρία δευτερόλεπτα ακριβώς. Αν ήταν δικό μου πάντως δεν θα άφηνα κανέναν να το κοιτάξει».
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Θα το κοιτούσαν, απλώς εσύ δεν θα το ήξερες. Πάτα το κουμπί, άνοιξέ το, ξημέρωσε».
Και αυτή ήταν η τελευταία εντολή που δόθηκε. Ακόμα κι αν η αποστολή στο φεγγάρι αποτύγχανε, η δική τους θα στεφόταν με απόλυτη επιτυχία. Η ροδέλα του ραδιοφώνου γλίστρησε για λίγο από χώρα σε χώρα και από σταθμό σε σταθμό για να καταλήξει εκεί ακριβώς που την ήθελαν.
“Incredible! “Houston, Tranquility Base here. The Eagle has landed” These were their first words” ακούστηκε να λέει ο σπίκερ ξανά και ξανά.
ΚΩΣΤΗΣ: «Τι λέει;»
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Έχει προσσεληνωθεί. Το φαντάζεσαι;»
ΜΠΑΡΜΠΑΣ (φέρνοντας αναψυκτικά και καρέκλες): «Αυτή την μπαταρία που τη βρήκατε;»
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Σσσσσσσς».
ΜΠΑΡΜΠΑΣ: «Δεν πιστεύω να ‘ναι αυτή που έκλεψαν από το τρίκυκλο του Παντέλαρου».
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Μπάρμπα, κάνε μας τη χάρη, να, κοίτα, κάποιος έρχεται».
Στο καλοκαιρινό πρωινό, κάτω από τον ήλιο που, επιεικής ακόμα, ανέβαινε στον θρόνο του, ο Ολλανδός με μια πολαρόιντ κρεμασμένη στον λαιμό κρατούσε ένα μαντίλι και σκούπιζε τον ιδρώτα του καθώς πλησίαζε.
«Λίγκο νερό, παρακαλώ» είπε ασθμαίνοντας.
«Σουρ» είπε ο Μπάρμπας κι έκανε μεταβολή.
“We will interrupt for some music and we will get back to you with more news from the moon. What an excitement, fellows!” είπε ο σπίκερ και μετά ακούστηκε ο Έλβις να τραγουδάει το “Suspicious minds” και μετά το What’d I say”.
Ο γορίλλας, που τον έλεγαν Βίκτωρα, πετάχτηκε από την καρέκλα που καθόταν κι άρχισε να χορεύει. Ο Ολλανδός αφού ήπιε το νερό του καθισμένος στη σκιά μιας συκιάς, άρχισε να τραβάει φωτογραφίες με την πολαρόιντ γελώντας συνεχώς. Οι φωτογραφίες έβγαιναν από τη μηχανή η μία μετά την άλλη. Τα αγόρια έτρεχαν και τον περικύκλωναν φωνάζοντας, για να δουν τους εαυτούς τους να εμφανίζονται σιγά σιγά και να ξεσπάνε σε θριαμβικές ιαχές.
«Και μία όλοι μαζί, φέλας» είπε ο Βίκτωρας, φόρεσε τη μάσκα του και αγκάλιασε από τη μια μεριά τον Κωστή κι απ’ την άλλη τον Αποστόλη.
Ο ψηλός πήγε πίσω τους και αγκάλιασε και τους τρεις. Τα τέσσερα αγόρια, με την αδρεναλίνη της προσσελήνωσης του Αετού στο φεγγάρι, της κλεμμένης μπαταρίας, της επιτυχίας της δικής τους αποστολής και της νιότης τους στα ύψη, μιλούσαν ο ένας στον άλλον αμερικάνικα γελώντας και στραβώνοντας το στόμα τους κοιτάζοντας την πολαρόιντ του Ολλανδού.
Στο ραδιόφωνο ο σπίκερ είχε επιστρέψει και πάλι.
“And now, ladies and gentlemen, dear fellows, the moment that you were all waited for”.
ΚΩΣΤΗΣ: «Τι λέει;»
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Ότι έχει και συνέχεια».
“Astronauts are gonna walk on the moon” είπε σαν να ανακοίνωνε το επόμενο νούμερο στο τσίρκο.
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Πλάκα κάνει;»
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Αποκλείεται. Θα περπατήσουν, αφού το είπαν».
ΓΟΡΙΛΛΑΣ(κοιτώντας το φεγγάρι με τα κιάλια): «Δεν φαίνεται τίποτα».
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Σου είπα, από την άλλη ανεβαίνουν. Από την αθέατη πλευρά».
ΜΠΑΡΜΠΑΣ (προσπαθώντας να δει): «Μα απ’ τα σκοτάδια πάνε; Γιατί δεν πάνε στο φως να βλέπουν κιόλας;»
Όλοι γέλασαν κι ο γορίλλας έβγαλε τη μάσκα του κι εμφανίστηκε πάλι ο Βίκτωρας.
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: «Πως τον λένε;»
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Ποιον;»
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: «Αυτόν που θα περπατήσει».
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Νιλ».
ΚΩΣΤΗΣ: «Νιλ».
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Δυνάμωσέ το λίγο».
Κι εκείνη τη στιγμή μπήκε στην αλάνα του καφενείου ένα κορίτσι με δυο μακριές κοτσίδες.
«Τι ωραίο κορίτσι» έκανε ο Ολλανδός «ντώσε μου ένα καμόγκελο» είπε και τη σημάδεψε με την πολαρόιντ του.
«Ήρθα για το ψωμί» είπε εκείνη στον Μπάρμπα ντροπαλά.
Τα αγόρια άρχισαν να σκουντιούνται μεταξύ τους. Αγκωνιές, σπρωξίματα και χάχανα. Μάλιστα ο Κωστής σκαρφάλωσε σε μια καρέκλα και άστραψε μια καρπαζιά στο κεφάλι του ψηλού.
«Ω, καμογκέλασε λίγο, παρακαλώ» επέμεινε ο Ολλανδός κι αυτή άπλωσε τα κόκκινα χείλη της μουδιασμένα και ντροπαλά.
«Αυτό είναι, ευκαριστώ!» είπε ενθουσιασμένος αυτός. «Πως σε λένε;»
«Ιωάννα» είπε εκείνη και έφυγε τρέχοντας, κρατώντας το ψωμί σαν μωρό στην αγκαλιά της.
“Problems, fellows, lots and lots of them, let’s hope that everything will go well. Cross your fingers”.
ΚΩΣΤΗΣ: «Τι έγινε;»
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: «Προβλήματα στο φεγγάρι, δεν μπορούν να κατέβουν ακόμα».
Οι ώρες περνούσαν. Τα αγόρια είχαν καθίσει στις καρέκλες τους ήρεμα τώρα, ο ένας δίπλα στον άλλον, κι έπιναν τη λεμονάδα τους.
ΚΩΣΤΗΣ: «Θέλω να πάω κι εγώ στο φεγγάρι».
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: «Δεν θα μπορέσεις, γιατί μόλις το αγοράσω δεν θ’ αφήσω κανέναν να το πλησιάσει».
ΚΩΣΤΗΣ: «Τότε θα το κοιτάζω από μακριά».
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: «Θα απαγορεύεται».
ΚΩΣΤΗΣ: «Θα το κάνω στα κρυφά».
ΒΙΚΤΩΡΑΣ: «Μήπως θέλεις να δεις τι γεύση έχουν οι μύξες σου;»
ΚΩΣΤΗΣ: «Ξέρω τι γεύση έχουν οι μύξες μου. Εσύ όμως δεν θα ξέρεις πότε θα κοιτάζω το φεγγάρι σου».
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Το φεγγάρι δεν ανήκει σε κανέναν και σταματήστε γιατί ήρθε η ώρα».
Ο Βίκτωρας όμως είχε χάσει το κέφι του, ήταν μάλιστα θυμωμένος με τον Κωστή και με τον ψηλό αλλά και με τον Νιλ, που είχε τολμήσει να πατήσει στο φεγγάρι του. Είχε ξαναφορέσει το κεφάλι του γορίλλα και καθόταν με σταυρωμένα χέρια παραπέρα.
Όταν ο Νιλ περπάτησε τελικά στο φεγγάρι κι ο σπίκερ με φωνή που έτρεμε από τη συγκίνηση επανέλαβε τα λόγια που είχε ετοιμάσει ο αστροναύτης για την περίσταση, όταν ακόμα περπατούσε στη γη, «Ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, ένα μεγάλο για την ανθρωπότητα», τα τέσσερα αγόρια συνεπαρμένα κοίταξαν τον ουρανό κι ευχήθηκαν:
ΓΙΑΝΝΗΣ: «Εγώ θέλω να γίνω εφευρέτης».
ΓΟΡΙΛΛΑΣ: «Εγώ θέλω το φεγγάρι».
ΚΩΣΤΗΣ: «Εγώ θέλω να κοιτάζω το φεγγάρι».
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ: «Εγώ θα φυλάω το φεγγάρι να μην το κοιτάζει κανείς».
Έκαναν όνειρα μέχρι το σούρουπο. Μέχρι τα πρώτα αστέρια και μέχρι που εμφανίστηκε πάλι το φεγγάρι, μόνο του αυτή τη φορά. Τρία αγόρια κι ένας γορίλλας έκαναν όνειρα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ εκείνη την ημέρα. Και φαίνεται πως όταν οι άνθρωποι περπατούν στη σελήνη, τα όνειρα γίνονται πραγματικότητα.
Έτσι είπε ο Μπάρμπας και μετά σηκώθηκε κι έφυγε σέρνοντας τα βήματά του, σαν να είχε ξεχάσει πως ήμουν κι εγώ εκεί και πως όλα αυτά τα είχε διηγηθεί σε μένα.

Ελένη Κατσαμά, Γορίλας στο Φεγγάρι, Πατάκης 2014, σελ.224-231