Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1952

Ο Γέρος και η Θάλασσα

  • Ο Έρνεστ Χέμινγουεη σε οικογενειακή φωτογραφία του 1905. Ο Χέμινγουεη είναι το αγόρι στα αριστερά.
  • Το εξώφυλλο που σχεδίασε ο Σπύρος Βασιλείου για την πρώτη εκδόση του βιβλίου στα ελληνικά.

Έρνεστ Χέμινγουεη 1899-1961

Ο Έρνεστ Χέμινγουεη δημοσιεύει τη νουβέλα του Ο Γέρος και η Θάλασσα.

Διαβάστε σχετικά:
Ήτανε γέρος και ψάρευε ολομόναχος με μια βαρκούλα στο Γκολφ Στρημ. Ογδοντατέσσερες μέρες τώρα δεν είχε πιάσει ούτε ένα ψάρι. Στις πρώτες σαράντα μέρες πήγαινε μαζί του κι ένα παιδί. Αλλά όταν περάσανε οι σαράντα μέρες χωρίς να πιάσει ούτε ένα ψάρι, άκουσε το παιδί να του λέει ο πατέρας του πως ο γέρος είναι πια, ό τι και να κάνη, “σαλάο”, που θα πει ο πιο άτυχος στον κόσμο, κι εκείνο, ακολουθώντας τις πατρικές ορμήνειες, πήγε σ’ άλλη βάρκα, που την πρώτη κιόλας βδομάδα έπιασε τρία μεγάλα ψάρια. Το παιδί λυπότανε βαθειά, καθώς έβλεπε το γέρο να γυρίζει με τη βαρκούλα του άδεια και κατέβαινε πάντα να τον βοηθήσει, να του κουβαλήσει τις τυλιγμένες πετονιές ή τον γάντζο και το καμάκι ή το τυλιγμένο πανί με το κατάρτι. Αυτό είχε μπαλώματα ένα σωρό από τσουβάλι, κι έτσι τυλιγμένο, έμοιαζε σαν τη σημαία που δεν γνώρισε ποτέ νίκη.
Ο γέρος ήταν αδύνατος, όλο πετσί, με σβέρκο βαθειά χαραγμένο. Η αντηλιά της τροπικής θάλασσας του γέμισε το πρόσωπο με μαυριδερές πανάδες. Οι παλάμες του είχαν αυλακιές από τα σκοινιά, καθώς τραβούσαν τα μεγάλα ψάρια στη βάρκα. Ωστόσο καμιά από τούτες τις αυλακιές δεν έγινε τον τελευταίο καιρό. Πάνε χρόνια που σημαδεύτηκαν κι έμοιαζαν με έρημο κυματιστή χωρίς ψάρια.
Όλα σ’ αυτόν ήταν παλιά εξόν απ’ τα μάτια του που είχαν το ίδιο χρώμα με τη θάλασσα κι ήταν χαρούμενα και δυνατά.
-Σαντιάγκο, του είπε το παιδί καθώς πέρναγαν το μουράγιο, μετά που τράβηξαν πέρα τη βαρκούλα. Μπορώ να ’ρθω πάλι μαζί σου. Μαζέψαμε κάτι λεφτά.
Ο γέρος έμαθε στο παιδί να ψαρεύει, γι’ αυτό κι εκείνο τον αγαπούσε.
-Όχι, είπε ο γέρος. Δουλεύεις σε τυχερή βάρκα. Μείνε το λοιπόν μαζί τους.
-Για θυμήσου όμως τότε που περάσανε ογδονταεφτά μέρες δίχως να πιάσεις ψάρι κι ύστερα πιάναμε όλο μεγάλα, τρεις βδομάδες συνέχεια.
-Το θυμάμαι, είπε ο γέρος. Μα το ξέρω πως δεν μ’ άφησες γιατί έπαψες να πιστεύεις σε μένα.
-Ο πατέρας με βίασε να φύγω. Είμαι μικρός και πρέπει να τον ακούω.
-Το ξέρω, είπε ο γέρος. Έτσι είναι το σωστό.
-Εκείνος δεν πιστεύει σε τίποτα.
-Ναι, είπε ο γέρος. Αλλά πιστεύουμε εμείς. Έτσι δεν είναι;
-Ναι, αποκρίθηκε το παιδί. Να σε κεράσω μια μπύρα στην “Ταράτσα” κι ύστερα πηγαίνουμε τα σύνεργα στο σπίτι;
-Γιατί όχι; είπε ο γέρος. Εμείς οι ψαράδες….
Κάθισαν στην “Ταράτσα”. Πολλοί απ’ τους ψαράδες χωρατεύανε με το γέρο μ’ αυτός δεν θύμωνε. Άλλοι πάλι, απ’ τους πιο γέρους, τον κοιτάζανε με συμπόνια. Ωστόσο δεν το έδειχναν και μιλούσαν καλόγνωμα για τα ρεύματα και το βάθος που έριξαν τις πετονιές τους, για την απανεμιά που δεν χαλούσε, για όσα γίνηκαν.
Οι τυχεροί για σήμερα ψαράδες είχαν πια γυρίσει. Τα ψάρια τους, ανοιγμένα στη μέση, βρίσκονταν απλωμένα πάνω σε δυο τάβλες που τις κουβαλούσαν παραπατώντας στην ψαραγορά τέσσερις άντρες, ένας σε κάθε άκρη. Στην Αβάνα θα τα πήγαινε το καμιόνι με το ψυγείο. Αλλά ακόμα δεν ήρθε. Όσοι είχαν πιάσει καρχαρίες, τους πήγανε στο ειδικό εργοστάσιο απ’ την άλλη μεριά του όρμου. Εκεί τους κρεμούσαν σε γάντζους, τους έβγαζαν τα σπάραχνα, τους έκοβαν τις φτερούγες, τους έξυναν τα λέπια και κομμάτιαζαν το κρέας τους λουρίδες-λουρίδες, όπως χρειαζόταν για το πάστωμα.
Όταν φύσαγε ανατολικά, η μυρουδιά απ’ το εργοστάσιο ξεχυνότανε στο λιμάνι. Σήμερα όμως δε μύριζε πολύ γιατί ο αέρας γύρισε στην αρχή κατά το βορηά κι ύστερα έκοψε. Τότε η “Ταράτσα” ήταν χαρά Θεού μές τη λιακάδα.
-Σαντιάγκο, είπε το παιδί.
-Τι είναι, έκανε ο γέρος.
Κρατούσε το ποτήρι του κι ο νους του έτρεχε στα περασμένα.
-Να πάω να σου ψαρέψω σαρδέλες γι’ αύριο;
-Όχι. Πήγαινε καλύτερα να παίξεις μπάλα. Εγώ τα καταφέρνω ακόμα στο κουπί κι ο Ροτζέλιο θα ρίξει το δίχτυ.
-Θέλω πολύ να πάω. Μια και δε γίνεται να ψαρεύω μαζί σου, θα ’θελα τουλάχιστο να σε βοηθήσω έτσι.
-Με κέρασες μπύρα, είπε ο γέρος. Έγινες πια σωστός άντρας.
-Πόσο χρονών ήμουνα τότε που με πήρες για πρώτη φορά στη βάρκα;
-Πέντε χρονώ και κόντεψες να πεθάνεις απ’ την τρομάρα σαν έβγαλα εκείνο το ψάρι που λίγο έλειψε να κάνει κομμάτια τη βάρκα. Δεν το κούρασα πρώτα όπως θα ’πρεπε.
-Θυμάμαι πώς χτύπαγε την ουρά του και χαλούσε τον κόσμο. Και την κουπαστή που έσπασε και τη φασαρία που έκανες καθώς το χτύπαγες. Θυμάμαι που μ’ έριξες στην πλώρη με τις βρεμένες πετονιές κι η βάρκα τρανταζότανε. Θυμάμαι τη φασαρία που έκανες άμα χτυπούσες το ψάρι, λες κι έκοβες κανένα δέντρο απ’ τη ρίζα, και τη γλυκιά μυρουδιά, θυμάμαι, που είχε το αίμα που με περίχυσε…
-Τα θυμάσαι στ’ αλήθεια όλ’ αυτά ή μπας και σου τα είπα εγώ;
-Τα θυμάμαι όλα από τότε που βγήκαμε παρέα την πρώτη-πρώτη φορά.
Ο γέρος τον κοίταξε με τα ηλιοψημένα του μάτια, όλο εμπιστοσύνη κι αγάπη.
-Αν ήσουνα παιδί μου, θα σ’ έπαιρνα στη θάλασσα κι ο Θεός βοηθός, είπε. Αλλά σε διαφεντεύουν ο πατέρας κι η μάννα σου και δουλεύεις σε τυχερή βάρκα.
-Να πάω για τις σαρδέλες. Ξέρω πού μπορώ να βρω και τέσσερα δολώματα.
-Μου περσέψανε σήμερα απ’ τα δικά μου. Τα πάστωσα μές τον ντενεκέ.
-Άσε με να σου φέρω τέσσερα φρέσκα.
-Καλά, φέρε μου ένα, είπε ο γέρος.
Ποτέ δεν έχανε την ελπίδα και τη σιγουριά στον εαυτό του. Τώρα όμως ζωντάνευε ακόμα πιο πολύ σαν την αρχή του μελτεμιού.
-Δυο, είπε το παιδί.
-Δυο, συμφώνησε ο γέρος. Δεν τα έκλεψες όμως;
-Θα τα έκλεβα αν χρειαζόταν, είπε το παιδί. Αυτά όμως τ’ αγόρασα.
-Σ’ ευχαριστώ, ψιθύρισε ο γέρος. Ήταν πολύ αγαθός και δεν απορούσε πότε είχε κερδίσει τόση ταπεινοφροσύνη. Ήξερε πως την είχε κι ήξερε πως δεν ήταν κακό. Δεν τον έκανε να χάνει την περηφάνιά του.
-Αύριο θα ‘ναι καλή μέρα με τέτοιο κύμα, είπε.
-Πού θα πας; τον ρώτησε το παιδί.
-Πέρα μακριά για να γυρίσω άμα πέσει ο αγέρας. Θέλω να βρίσκομαι σ’ ανοιχτά πριν φέξει.
-Θα πασχίσω να φέρω τη βάρκα μας να ψαρέψει στ’ ανοιχτά, είπε το παιδί. Έτσι, σαν πιάσεις κανένα μεγάλο, μπορούμε να ’ρθούμε να σε βοηθήσουμε.
-Τ’ αφεντικού σου δεν τ’ αρέσει να ψαρεύει στ’ ανοιχτά.
-Ναι, είπε το παιδί. Αλλά θα κάνω πως είδα κάτι που αυτός δε θα μπορεί να το δει. Να πούμε, ένα πουλί που τρώει… Και θα τον κάνω ν’ αφήσει το γάμο και να πάει για πουρνάρια!
-Τόσο πολύ δεν βλέπει;
-Σχεδόν τίποτα.
-Μυστήριο, είπε ο γέρος. Τ’ αφεντικό σου ποτέ δεν βγήκε να πιάσει χελώνες. Κι αυτό είναι που σκοτώνει τα μάτια.
-Μα εσύ έβγαινες χρόνια για χελώνες πέρ’ απ’ τ’ ακρογιάλι των Κουνουπιών και τα μάτια σου είναι μια χαρά.
-Είμαι ένας μυστήριος γέρος.
-Όμως έχεις τώρα τόση δύναμη που μπορείς στ’ αλήγθεια να πιάσεις μεγάλο ψάρι;
-Έτσι λέω. Σκέψου, υπάρχουν και πολλά κόλπα στη μέση.
-Πάμε σπίτι τα πράματα, είπε το παιδί, να πάρω το δίχτυ και να τρέξω για τις σαρδέλες.
Μάζεψαν απ’ τη βάρκα τα σύνεργα. Ο γέρος κουβαλούσε το κατάρτι στον ώμο του, και το παιδί το κασόνι με τις σφιχτοδεμένες πετονιές, τον γάντζο και το καμάκι. Ο ντενεκές με τα δολώματα ήταν κάτω απ’ την πρύμνη της βαρκούλας κοντά στο ξύλο που κρατούσε ακίνητα τα μεγάλα ψάρια, όταν τα πλευρίζανε στη βάρκα. Κανένας δεν θα ’κλεβε το γέρο, μα νόμιζε πως θα ’ναι καλύτερα να πάρει το πανί και τις βαριές πετονιές στο σπίτι, γιατί η υγρασία θα τους έκανε ζημιά. Ας ήξερε πως κανένας απ’ τους ντόπιους δεν θα τον έκλεβε. Αυτός σκεφτότανε πως ήταν μεγάλος πειρασμός ν’ αφήσει έναν γάντζο κι ένα καμάκι σε βάρκα.

Έρνεστ Χέμινγουαίη, Ο Γέρος και η Θάλασσα, μτφ. Δημ.Μπεραχά, εκδ. Ίκαρος