Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1945

Τα ψάθινα καπέλα

Μαργαρίτα Λυμπεράκη 1919-2001

Η Μαργαρίτα Λυμπεράκη δημοσιεύει το μυθιστόρημά της Τα ψάθινα καπέλα, ένα από τα πιο γνωστά νεανικά μυθιστορήματα των μεταπολεμικών χρόνων.

Διαβάστε σχετικά:
ΠΡΩΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
1
Εκείνο το καλοκαίρι αγοράσαμε μεγάλα ψάθινα καπέλα. Της Μαρίας με κεράσια γύρω – γύρω, της Ινφάντας με γαλάζια «μη με λησμόνει», κι εμένα με παπαρούνες κόκκινες σαν τη φωτιά. Έτσι, όταν ξαπλώναμε στα στάχυα, ο ουρανός, τ’ αγριολούλουδα και μεις γινόμαστε ένα. «Που ήσαστε πάλι κρυμμένες;» φώναζε η μητέρα. Τσιμουδιά. Σιγοκουβεντιάζαμε, λέγαμε μυστικά. Τα πριν χρόνια τα λέγανε η Μαρία με την Ινφάντα κρυφά από μένα, γιατί ήμουνα η πιο μικρή. Φέτο όμως… Φέτο η Ινφάντα ξάπλωνε λίγο πιο κάτω, σιωπηλή, κι η Μαρία σ’ εμένα τάλεγε. Μιλούσε, μιλούσε, στριφογύριζε μέσα στα στάχυα, τα μάγουλά της κοκκίνιζαν, τα μάτια της παίρναν μια αλλόκοτη λάμψη. Κι όταν εγώ ξεχνιόμουνα κοιτάζοντας τον ήλιο που πήγαινε να δύσει ή ένα ζουζούνι που πήγαινε στη φωλιά του να κοιμηθεί, η Μαρία θύμωνε. «Μα καλά, δε σ’ ενδιαφέρουν αυτά;» φώναζε. «Εγώ φταίω που κάθομαι και κουράζομαι για να σ’ ανοίξω τα μάτια. Δεν μπα να πιστεύεις πως τα παιδιά τα φέρνουν οι πελαργοί…».
Πήγαινα ν’ απαντήσω, να της πω πως ήξερα πως τα παιδιά δεν τάφερναν οι πελαργοί, πως ίσως τόξερα από πάντα, μα με σταματούσε το γέλιο της, ένα γέλιο δυνατό, τρανταχτό, πούκανε τον καρπό του σταριού να τρέμει καθώς περνούσε απ’ τον κάμπο για να πάει στ’ αντικρινό βουνό και να γυρίσει πίσω, ηχώ. Με νευρίαζε τις στιγμές τούτες το γέλιο της Μαρίας. Μάντευα σ’ αυτό μια ξεδιαντροπιά• που αφαιρούσε το μυστήριο των πραγμάτων, και τη γοητεία τους. Και, δεν ξέρω γιατί όταν τάκουγα, μουρχόταν στο μυαλό το περσινό πανηγύρι του προφήτη Ηλία όπου είχα δει ένα παιδάκι πεθαμένο κλεισμένο σε μια γιάλα και βουτηγμένο στο οινόπνευμα, ένα παιδάκι όπως ήταν στην κοιλιά της μάνας του, πριν γεννηθεί.
Τα μεσημέρια δεν ξάπλωνα, ήταν μια συνήθεια που μούχε μείνει από μικρή, όταν νόμιζα ότι το να μην ξαπλώνει κανείς το μεσημέρι είναι πράξη επαναστατική, που δείχνει θέληση και ψυχή ανεξάρτητη. Γιατί άραγε το νόμιζα;
Ανέβαινα λοιπόν στην καρυδιά, κι εκεί έφτιαχνα λουλουδένια δαχτυλίδια και βραχιόλια από αλογότριχα. Έπειτα τα φορούσα και προσπαθούσα να δω την εικόνα μου στα νερά της στέρνας. Μα ποτέ δεν το κατόρθωνα, γιατί την ώρα ετούτη ο ήλιος έπεφτε καταπάνω της κι έκανε το νερό να γυαλίζει σαν ένα κομμάτι καφτό μάλαμα που σου τύφλωνε τα μάτια.
Τέτοια στολίδια έκανα και για τις αδερφές μου. Μου κακοφαινόταν όμως σαν τάβλεπα πάνω τους. Όχι από ζήλεια, μα ήταν σα να μην τ’ αγαπούσαν αρκετά, σα να μην τάξιζαν, σα νάχαν τη βεβαιότητα πως τα δαχτυλίδια θα μαραίνονταν, κι έτσι μαραίνονταν πριν απ’ την ώρα τους, πως τα βραχιόλια δεν ήταν παρά αλογότριχες, κι έτσι τα κάναν αλογότριχες, και μάλιστα απ’ τις ουρές των αλόγων που κινιούνται πέρα δώθε για να διώχνουν τις μυίγες που παν να τσιμπήσουν τα καπούλια τους.
Όταν η αντηλιά μου βάραινε τα βλέφαρα και τα μέλη μου κόβονταν σα νάχα πιει γλυκό κρασί, πήγαινα στον αχυρώνα όπου έβρισκα τη σιωπή τη γιομάτη σκιά και μυρουδιά σανού. Πρόσωπα και ταξίδια γέμιζαν τη μοναξιά μου εκεί, χρώματα σε κορδέλες που ανέμιζαν, θάλασσες πορτοκαλιές, ο Γκιούλιβερ στη χώρα των Χλιμιντρήδων, ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψώς, και της Κίρκης. Ήτανε κακιά γυναίακ η Κίρκη, άλλαζε τους ανθρώπους σε γουρούνια. Όμως είχε τη δύναμη να το κάνει. Θάχα κι εγώ άραγε, αργότερα, μια κάποια δύναμη; Όχι βέβαια για ν’ αλλάζω τους ανθρώπους σε γουρούνια, αλλά έτσι… Το κορμί μου βαθούλωνε πιο βαθιά μέσα στ’ άχυρο, το κεφάλι μου έγερνε προς τα κάτω• μ’ έπαιρνε ένας λιγόλεπτος ύπνος που δεν τον μολογούσα σε κανέναν. Ήταν γλυκός, και στο ξύπνημα σα να γύριζα απ’ άλλους κόσμους. Αλλ’ ο κάμπος γελούσε, και τα σταφύλια κρέμονταν απ’ την κληματαριά ώριμα, και το χέρι μου πήγαινε να τα κόψει, το στόμα μου να τα γευτεί, κι έλεγα μέσα μου ότι απ’ όλους τους κόσμους, απ’ όλα τ’ αστέρια που είναι κόσμοι, ίσως η γη νάταν η ωραιότερη.
Το σπίτι μας απείχε μισή ώρα πάνω – κάτω απ’ την Κηφισιά. Ήταν στο κάτω μέρος που είναι τα περιβόλια, στη μέση ενός κάμπου, κάπως μόνο του, αφού για να πας στο πιο κοντινό σπίτι, στου Παρηγόρη του γιατρού, ήθελες δέκα λεφτά γεμάτα. «Να σου βγαίνει η πίστη με το ψώνιο», έλεγε η γριά μας υπηρέτρια η Ροδιά.
Τόχε χτίσει ο παππούς όπως τόθελε• δωμάτια μεγάλα, τετράγωνα, ψηλοτάβανα, δυο ταράτσες όπου λιάζαμε τα καλαμπόκια κι ό,τι άλλο, σε ξεχωριστή οικοδομή το σπιτάκι του περβολάρη, και παρακάτω ο στάβλος και τα κοτέτσια. Ιδιαίτερα είχε προσέξει τον κήπο, κι όχι μονάχα γιατί ήτανε γεωπόνος αλλά γιατί τ’ αγαπούσε τα δέντρα. Τα φύτευε με τα χέρια του, τα μεγάλωνε σαν παιδιά, θυμότανε τις αρρώστιες τους, τους χιονιάδες που τα χτύπησαν, τους κακούς αέρηδες που λύγισαν τους κορμούς τους• και τα μπόλια τους θυμόταν, και τον καιρό που πρωτοκάρπισαν. «Τα δέντρα», έλεγε, «είναι ολάκερη η δημιουργία. Το ρίζωμά τους στη γη δείχνει πως όλα τα πλάσματα είναι δεμένα μεταξύ τους και με το Θεό»• και, την άνοιξη, ξαπλωνόταν κάτω απ’ τη μηλιά του – η μηλίτσα του παππού λέγαμε εμείς τα παιδιά, - κι άκουγε τη βουή απ’ τις μέλισσες που τρύπωναν στα λουλούδια της για να πάρουν τη χρυσή σκόνη.

Μαργαρίτα Λυμπεράκη, Τα ψάθινα καπέλα, Κέδρος 1979, σελ. 9-11