Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1906

Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον

  • Selma Lagerlof
    http://www.selmalagerlof.org/ image
  • Γραμματόσημο με σκηνή από τον Nils Holgersson
    http://no.wikipedia.org/wiki/Fil:DPAG_2008_Selma_Lagerl%C3%B6f,_Nils_Holgersson.jpg
  • Σκηνή από τον Nils Holgersson

http://www.selmalagerlof.org/ (βραβείο Νόμπελ 1909)

Τα περιπετειώδη ταξίδια, πραγματικά ή φανταστικά, γίνονται δημοφιλή παιδικά κι εφηβικά αναγνώσματα και το παιδί γίνεται ήρωας και πρωταγωνιστής σε αυτά. (✪ βλ. και Ο μαγικός κόσμος του Οζ, Πητερ Παν)

http://www.selmalagerlof.org/ (βραβείο Νόμπελ 1909) Τα περιπετειώδη ταξίδια, πραγματικά ή φανταστικά, γίνονται δημοφιλή παιδικά κι εφηβικά αναγνώσματα και το παιδί γίνεται ήρωας και πρωταγωνιστής σε αυτά. (✪ βλ. και Ο μαγικός κόσμος του Οζ, Πητερ Παν)

Η Σέλμα Λάγκερλεφ γράφει το βιβλίο, Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον

Διαβάστε σχετικά:
Οι χήνες
Ο Νιλς δεν ήθελε να πιστέψει ότι είχε μεταμορφωθεί σε νάνο. «Σίγουρα», είπε στον εαυτό του, «σ’ ένα-δυο λεπτά θα γίνω πάλι άνθρωπος».
Περίμενε λίγο να λυθούν τα μάγια. Άδικα όμως. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να ξαναβρεί το νάνο και να συμφιλιωθεί μαζί του. Άρχισε να τον ψάχνει, αλλά ο νάνος δε βρισκόταν πουθενά.
Έξαφνα θυμήθηκε πως στους νάνους αρέσει να μένουν στους στάβλους με τις αγελάδες. Γλίστρησε έξω κι ανακάλυψε ένα μικροσκοπικό ζευγάρι τσόκαρα. Ο νάνος πρέπει να ήξερε ότι ο Νιλς θα έμενε μεταμορφωμένος για πολύ καιρό.
Όταν βγήκε έξω, ένας σπουργίτης πηδούσε εκεί και μόλις τον είδε άρχισε να τιτιβίζει:
- Για δέστε το Νιλς, το χηνοβοσκό! Για δέστε το Νιλς, τον Κοντορεβιθούλη!
- Κικιρίκου, φώναζε ο κόκορας. Καλά να πάθει, μου έχει τραβήξει το λειρί! Και οι κότες κακάρισαν κι αυτές θυμωμένες.
Ο Νιλς τους άκουγε έκπληκτος. «Φαντάζομαι πως τους καταλαβαίνω», σκέφτηκε, «επειδή έγινα νάνος». Πέταξε μια πέτρα στις κότες και φώναξε:
- Βουλώστε πια το στόμα σας, βρομόπουλα!
Αλλά είχε ξεχάσει πως δεν ήταν πια μεγάλος να τον φοβούνται οι κότες, και αυτές του χύμηξαν όλες μαζί. Δεν θα κατάφερνε να ξεφύγει αν δεν ερχόταν η γάτα του σπιτιού.
- Αγαπημένη μου ψιψίνα, της είπε, ξέρεις πού μπορώ να βρω το νάνο;
- Και βέβαια ξέρω. Βρίσκεις, όμως, ότι πρέπει να σε βοηθήσω ενώ μου τράβηξες τόσες φορές την ουρά;
- Μπορώ και τώρα ακόμα να σου την τραβήξω! Θύμωσε ο μικρός και χύμηξε στη γάτα.
Την ίδια στιγμή, η γάτα καμπούριασε τη ράχη της και τα μάτια της έλαμψαν κόκκινα σαν τη φωτιά. Τον έριξε κάτω και το αγόρι ένιωσε τα νύχια της να χώνονται στη σάρκα του. Άρχισε να φωνάζει βοήθεια, μα δεν ήρθε κανένας. Τότε η γάτα τράβηξε τα νύχια της και του είπε:
- ΄Ηθελα μόνο να σου δείξω ποιος από μας είναι ο δυνατότερος.
Ντροπιασμένος ο Νιλς έτρεξε στο στάβλο για να ρωτήσει για το νάνο. Οι τρεις αγελάδες που ήταν μέσα άρχισαν, βλέποντας τον, να κάνουν φασαρία.
- Για πλησίασε λιγάκι να σου πληρώσω τις σφήκες που μου έχωνες στο αυτί, είπε η Αστέρω.
- Έλα να σε ξεπληρώσω για όσες φορές τράβηξες το σκαμνί κάτω από τα πόδια της μητέρας σου όταν ήθελε να με αρμέξει, φώναξε η Κοκκίνω.
Το παιδί ήθελε να τους πει πόσο μετάνιωνε τώρα για την κακή του διαγωγή, αλλά οι αγελάδες ούτε που άκουγαν. Βρήκε ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να γλιστρήσει έξω χωρίς να τον αντιληφθούν. Είχε καταλάβει πως στην αυλή κανένας δεν ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει να βρει το νάνο κι ότι ο ίδιος ο νάνος δεν θα του έκανε τίποτα, ακόμα κι αν βρισκόταν.
Σκαρφάλωσε στον πέτρινο φράχτη που περιτριγύριζε το μικρό κτήμα και κάθισε να σκεφτεί. Τι θα γινόταν αν δεν τα κατάφερνε να πάρει πίσω την ανθρώπινη μορφή του; Τι θα έλεγαν ο πατέρας και η μητέρα του όταν θα γύριζαν από την εκκλησία; Ένιωσε φοβερά δυστυχισμένος. Δε θα μπορούσε πια να παίζει με τα άλλα παιδιά και κανένα κορίτσι δε θα τον παντρευόταν ποτέ.
Κοίταξε το σπιτικό του. Δεν ήταν παρά ένα χωριατόσπιτο, αλλά γι’ αυτόν έφτανε και περίσσευε. Τώρα δε θα μπορούσε να ζήσει σε καλύτερη κατοικία από μια τρύπα στη σκεπή του αχυρώνα.
Ήταν ωραιότατος καιρός αλλά η δική του η καρδιά ήταν βαριά. Νόμιζε πως ποτέ δεν είχε δει τον ουρανό τόσο σκοτεινό. Τα ταξιδιάρικα πουλιά έρχονταν κοπαδιαστά από τα ξένα μέρη και τραβούσαν προς το Βορρά. Οι αγριόχηνες πετούσαν σε δυο μακριές σειρές σχηματίζοντας μια μυτερή γωνία και φωνάζοντας:
- Πάμε στα ψηλά βουνά! Πάμε στα ψηλά βουνά!
Μόλις αντίκρισαν τις ήμερες χήνες στην αυλή, φώναξαν:
- Ελάτε μαζί μας να πάμε στη Λαπωνία, στα ψηλά βουνά.
Η μέρα ήταν εξαιρετικά όμορφη και θα ήταν απόλαυση να πετάει κανείς εκεί απάνω. Και όσο περισσότερα κοπάδια άγριες χήνες περνούσαν τόσο περισσότερο έμπαιναν οι ήμερες χήνες σε πειρασμό να πετάξουν. Αλλά κάθε φορά μια γριά χήνα τους έλεγε:
- Μην είστε τρελά, παιδιά μου. Αν είναι να πάτε με τις αγριόχηνες είναι σαν να θέλετε να πεθάνετε από το κρύο και την πείνα.
Έναν μεγάλο άσπρο χήνο, όμως, οι φωνές από τις αγριόχηνες τον είχαν φέρει σε ταραχή ασυγκράτητη. Κι όταν ήρθε ένα νέο κοπάδι, άρχισε να φωνάζει:
- Σταθείτε, σταθείτε, θα ’ρθω μαζί σας!
Άπλωσε τις φτερούγες του και προσπάθησε να πετάξει. Δεν ήταν, όμως, συνηθισμένος να πετά κι έπεσε πάλι βαρύς κάτω στο χώμα.
Οι αγριόχηνες φαίνεται ότι είχαν ακούσει τη φωνή του. Άρχισαν να πετούν αργά προς τα πίσω για να δουν αν ο χήνος ερχόταν μαζί τους.
Όλα αυτά τα άκουγε ο μικρός από το φράχτη. «Θα ήταν μεγάλη αμαρτία αν μας έφευγε ο μεγάλος χήνος» συλλογιζόταν. Οι γονείς μου θα στεναχωριόνταν πολύ αν δεν τον έβρισκαν στο γυρισμό τους.
Είχε πάλι ξεχάσει ότι ήταν μικρός και αδύναμος. Πήδηξε από το φράχτη κι αγκάλιασε το χήνο με τα δυο του χέρια.
- Αυτά να τ΄ αφήσεις που θα πετάξεις από δω! Με ακούς; Φώναξε.
Αλλά ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο χήνος βρήκε πώς έπρεπε να κουνήσει τα φτερά του για να σηκωθεί από κάτω. Με τη φόρα που πήρε, δεν πρόφτασε να τινάξει το παιδί από πάνω του. Σηκώθηκε κι αυτό μαζί του στον αέρα.
Ο χήνος προχωρούσε τόσο γρήγορα ώστε του μικρού του ήρθε ζάλη. Πριν καταλάβει ότι έπρεπε να βγάζει τα χέρια του από το λαιμό του πουλιού, είχε κιόλας ανέβει τόσο ψηλά που θα σκοτωνόταν, δίχως άλλο, αν έπεφτε από κει πάνω.
Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ο Νιλς, ήταν να σκαρφαλώσει στη ράχη του. Δεν ήταν, όμως, καθόλου εύκολο να κρατιέται στην ίσια, γλιστερή ράχη του χήνου.
Για να μην πέσει, ο Νιλς αναγκάστηκε να κρατηθεί καλά και με τα δυο χέρια στα φτερά του πουλιού. Ένιωθε ζάλη με αποτέλεσμα για πολλήν ώρα να μην καταλαβαίνει τι γινόταν γύρω του. Ο άνεμος σφύριζε και τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Δεκατρείς χήνες πετούσαν γύρω του, χτυπούσαν τα φτερά τους και φώναζαν. Δεν ήξερε αν πετούσε ψηλά ή χαμηλά και κατά πού τον πηγαίναν. Αλλά να το μάθει δεν ήταν και τόσο εύκολο, γιατί δεν έβρισκε το θάρρος να κοιτάξει κάτω.
Όταν μπόρεσε τελοσπάντων να κοιτάξει, νόμισε ότι έβλεπε απλωμένο ένα πελώριο μαντίλι που ήταν χωρισμένο σε άπειρα τετράγωνα, μικρά και μεγάλα. Πουθενά δεν υπήρχαν κύκλοι ή καμπύλες.
- Μα τι είναι τούτο το μεγάλο παρδαλό μαντίλι; Αναρωτήθηκε το αγόρι.
Οι αγριόχηνες που ήταν γύρω του φώναξαν αμέσως:
- Χωράφια και λιβάδια, χωράφια και λιβάδια!
Τότε κατάλαβε ο μικρός ότι το παρδαλό μαντίλι κάτω του ήταν η πεδιάδα της Σκάνια. Και κατάλαβε γιατί φαινόταν έτσι παρδαλή. Τα ανοιχτοπράσινα τετράγωνα ήταν χωράφια σπαρμένα από το φθινόπωρο, που είχαν μείνει πράσινα κάτω από το χιόνι. Τα καφετιά ήταν τα περσινά λιβάδια, ενώ τα μαύρα χωράφια δεν είχαν ακόμα σκαφτεί.
Περνούσαν τώρα πάνω από φάρμες και αγρούς. Αυτό το μέρος το ήξερε καλά, γιατί ο πατέρας του τον είχε στείλει εκεί για χηνοβοσκό. Αναρωτήθηκε αν βρίσκονταν ακόμα εκεί οι παλιοί φίλοι του, οι άλλοι χηνοβοσκοί. Και γέλασε όταν σκέφτηκε τι θα έλεγαν αν ήξεραν ότι αυτός πετούσε τώρα εκεί ψηλά, πάνω από τα κεφάλια τους.

Σέλμα Λάγκερλεφ, Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον, απόδοση Κίρα Σίνου, Αδελφοί Βλάσση, 2004 σελ. 12 – 17.