Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1900

Ο Θαυμάσιος Μάγος του Οζ

  • Frank Baum
    http://en.wikipedia.org/wiki/L._Frank_Baum image
  • Η Ντόροθυ και η παρέα της στο λιβάδι με τις θανατηφόρες παπαρούνες, όπως την απεικόνισε η εικονογράφος Λίζμπεθ Τσβέργκερ, εκδόσεις Άμμος και ο Βασίλης Παπατσαρούχας, εκδόσεις Παπαδόπουλος
  • Παπαρούνες, Ο Μάγος του Οζ

http://en.wikipedia.org/wiki/L._Frank_Baum

Ο Φρανκ Μπάουμ εκδίδει το βιβλίο του Ο Θαυμάσιος Μάγος του Οζ.
Ένας ανεμοστρόβιλος απογειώνει τη Ντόροθυ μαζί με το σπίτι της, όπου την έχει πάρει ο ύπνος, και την ταξιδεύει στη χώρα του μάγου Οζ. Στο ταξίδι της θα τη συνοδεύουν το Σκιάχτρο, Ο Τενεκεδένιος Ξυλοκόπος, και το Δειλό Λιοντάρι. Οι απειλές και οι παγίδες παραμονεύουν σε όλο το ταξίδι τους μέχρι να συναντήσουν το Μάγο και να επιστρέψουν ασφαλείς αλλά και θριαμβευτές πίσω στο Κάνσας – και το σπίτι μαζί.

Ο 1939 θα κυκλοφορήσει και η ταινία Ο Μάγος του Οζ και η Τζούντι Γκάρλαντ ως Ντόροθι χτυπά τα κόκκινα γοβάκια της τραγουδώντας over the rainbow.

Δείτε σχετικά: https://www.youtube.com/watch?v=AV0egqnphV0

Διαβάστε σχετικά:

Κεφάλαια της αρχής, όπου μαθαίνουμε ποια ήταν η Ντόροθυ και πώς την πήρε ο κυκλώνας. Κι ακόμα πώς απόκτησε ένα πρόβλημα, ένα ζευγάρι ασημένια παπούτσια και τρεις συντρόφους.

Η Ντόροθυ ήταν ένα κοριτσάκι σαν εσένα και σαν εμένα και σαν τη φιλενάδα μας. Και ζούσε με τη θεία Έμα και το θείο Χένρυ στις απέραντες γκρίζες πεδιάδες του Κάνσας. Αλλά άμα λέμε απέραντες, απέραντες. Κι άμα λέμε γκρίζες, γκρίζες. Τίποτα δεν είχανε αυτές οι πεδιάδες, παρά μόνο γκρίζο σκασμένο χώμα, που το ζεματούσε ο ήλιος και το έδερνε η βροχή. Όλο χωράφια ήτανε η χώρα του Κάνσας. Τετράγωνα χωράφια, μικρά και μεγάλα, χωράφια γκρίζα. Ούτε βουνό, ούτε λόφος, ούτε ρεματιά, ούτε τίποτα. Μόνο ίσια, γκρίζα γη, που δεν τελείωνε πουθενά. Και στη μέση απ’ αυτή την απέραντη γκρίζα πεδιάδα ήταν χτισμένο το σπίτι του θείου Χένρυ και της θείας Έμας.
Ήταν σπίτι μικρό, μ’ ένα δωμάτιο μόνο, ένα δωμάτιο τετράγωνο, με τέσσερις τοίχους. Στη μια γωνιά είχαν το κρεβάτι τους ο θείος Χένρυ κι η θεία Έμα, στην άλλη η Ντόροθυ. Στην τρίτη είχαν μια παλιά σόμπα, για να ζεσταίνονται και να μαγειρεύουν. Και στην τέταρτη ένα ντουλάπι κι ένα τραπέζι με τις καρέκλες του. Το σπιτάκι τους δεν είχε ούτε υπόγειο ούτε σοφίτα. Μόνο μια τρύπα σκαμμένη στο χώμα είχε από κάτω του, για να κρύβονται από τους κυκλώνες. Γιατί στο Κάνσας σηκώνονταν (και μερικές φορές σηκώνονται ακόμα και τώρα) φοβεροί κυκλώνες, ανεμοστρόβιλοι πολύ δυνατοί, που παρασέρνουν τα πάντα στο πέρασμά τους. Αυτήν την τρύπα την έλεγαν Κρυψώνα του Κυκλώνα. Κι ήταν στενάχωρη και θεοσκότεινη.

Θες τώρα από τους κυκλώνες, θες από την πολλή δουλειά και την κούραση, τα πάντα σ’ αυτή τη χώρα του Κάνσας ήταν γκρίζα. Γκρίζο το χώμα, γκρίζα τα χωράφια, γκρίζα τα σπίτια και γκρίζα τα κεραμίδια τους. Γκρίζος κι ο ουρανός από πάνω τους. Γκρίζοι οι φράχτες, γκρίζες οι πέτρες, γκρίζα και τα ρούχα που φορούσαν οι άνθρωποι. Γκρίζο μαντίλι και γκρίζα ποδιά φορούσε η θεία ΄Εμα – κι είχε γκρίζα μάτια και γκρίζα μαλλιά. Όσο για το θείο Χένρυ, αυτός ήταν γκρίζος από τα νύχια ως την κορφή. Έτσι ήταν όλοι οι άνθρωποι στις απέραντες γκρίζες πεδιάδες του Κάνσας. Κουρασμένοι κι αγέλαστοι και γκρίζοι.
Η Ντόροθυ, λοιπόν, άλλο χρώμα δεν θα ‘ξερε από το γκρίζο, αν δεν είχε το σκυλάκι της, τον Τοτό. Ένα κουταβάκι παιχνιδιάρικο κι αστείο, που τρελαινότανε για τρεχαλητά και αταξίες και καμώματα. Και δεν ήταν γκρίζος! Ο Τοτός είχε μαύρο γυαλιστερό τρίχωμα σαν μετάξι και μαύρα γυαλιστερά ματάκια σαν χάντρες και ρόδινη βελουδένια γλωσσίτσα, που έλαμπε σαν μικρό φωτάκι μέσα στο στόμα του. Αυτός ήταν ο Τοτός και η Ντόροθυ τον αγαπούσε πολύ. Τον είχε μέσα στην καρδιά της, μαζί με τη θεία Έμα και το θείο Χένρυ, και ζούσαν εκεί οι τέσσερίς τους αγαπημένοι.

Ώσπου μια μέρα σηκώθηκε πάλι ένας κυκλώνας δυνατός κι άρχισε να πλησιάζει το μικρό σπίτι στη μέση της γκρίζας πεδιάδας. Πλησίαζε κι από την ανατολή κι από τη δύση κι από το βορρά κι από το νότο μαζί. Ο θείος Χένρυ έτρεξε να κλείσει το στάβλο και το κοτέτσι, η θεία Έμα φώναξε τη Ντόροθυ να κατέβουν στην Κρυψώνα του Κυκλώνα. Κι έτσι θα έκανε η Ντόροθυ, γιατί ήταν φρόνιμο και υπάκουο κοριτσάκι. Πήρε στην αγκαλιά της τον Τοτό κι ετοιμάστηκε να τρυπώσει στην Κρυψώνα, πίσω από τη θεία Έμα. Αλλά…. Αλλά την τελευταία στιγμή ο σκανταλιάρης Τοτός (που δεν την ήθελε καθόλου τη σκοτεινή Κρυψώνα και καθόλου δεν του άρεσε να στριμώχνεται εκεί κάτω), την τελευταία στιγμή ξέφυγε μέσα από τα χέρια της Ντόροθυ και βγήκε τρεχάτος από το σπίτι, να γαβγίσει τον αέρα!
Η Ντόροθυ δεν στάθηκε ούτε να το σκεφτεί και αμέσως έτρεξε πίσω του, για να τον πιάσει. Τον αγαπούσε τον Τοτό. Έπρεπε να τον προλάβει και να τον γλυτώσει από τον κυκλώνα. Έτσι κι έγινε, δηλαδή τον πρόλαβε. Όσο για να τον γλυτώσει… κι αυτό το κατάφερε, αλλά της πήρε πολύ-πολύ καιρό. Πολύ περισσότερο απ’ όσο θα μας πάρει εμάς να πούμε την ιστορία της.
Η Ντόροθυ, λοιπόν, βγήκε τρεχάτη πίσω από τον Τοτό και εκεί κοντοστάθηκε τρομαγμένη. Γιατί ο γκρίζος ανεμοστρόβιλος, που ερχόταν από τέσσερις μεριές, είχε πλησιάσει πια στους φράχτες γύρω από το χωράφι του θείου Χένρυ. Και δεν ήταν μόνο πανύψηλος, ίσαμε τον ουρανό. Μούγκριζε και πολύ δυνατά, που ήθελες δεν ήθελες φοβόσουνα. Σου ‘παιρνε τ’ αυτιά το βουητό του. Άθελά της φοβήθηκε κι η Ντόροθυ. Αλλά παραμέρισε το φόβο της κι έτρεξε να αρπάξει το σκυλάκι της. Λαχανιασμένη το πήρε στην αγκαλιά της κι ευθύς αμέσως γύρισε στο σπίτι. Μα ο αέρας έτρεχε πιο γρήγορα –μπήκε μαζί της μέσα και βρόντησε πίσω του την πόρτα.
Κι ενώ το κορίτσι ήθελε ακόμα δυο βήματα για να φτάσει στην Κρυψώνα του Κυκλώνα, ο δυνατός αέρας έδωσε μια και ξεκόλλησε το σπίτι από το γκρίζο χώμα τριγύρω, το σήκωσε ψηλά κι άρχισε να το στριφογυρίζει, που να σου ‘ρχεται ζάλη. Σαν βαρκάκι στην τρικυμία παράδερνε το μικρό σπίτι στα σύννεφα κι όλο ανέβαινε, όλο πετούσε πιο μακριά, πιο μακριά. Σαν φτερό, σαν φυλλαράκι χοροπηδούσε από φύσημα σε φύσημα, κι έφευγε πιο πέρα και πιο πέρα στριφογυρίζοντας. Ώσπου η δύναμη του ανέμου το ‘φερε και το βόλεψε μέσα στο μάτι του κυκλώνα, που ήταν σκοτεινό και ήσυχο –γιατί έτσι ακριβώς είναι πάντα τα μάτια των κυκλώνων.
Όσο για τη Ντόροθυ, με τον Τοτό στην αγκαλιά της, καθόταν η καημένη στη μέση της κάμαρας και περίμενε να πέσει το σπίτι ξανά στη γη και να τσακιστεί. Μα οι ώρες περνούσαν και το σπίτι δεν έπεφτε. Ούτε η μανία του κυκλώνα υποχωρούσε. Το σκοτάδι του την τύλιγε κι η βουή του ακουγόταν λυσσασμένη από μακριά. Κουράστηκε, λοιπόν, το κοριτσάκι. Και με την κούραση ξέχασε στο τέλος και το φόβο του. Έτσι έγινε κι όποιος θέλει το πιστεύει: η Ντόροθυ, με τον Τοτό στην αγκαλιά της, σύρθηκε σιγά-σιγά ως το κρεβατάκι της, ξάπλωσε κι αποκοιμήθηκε.

Την ξύπνησε ένα τράνταγμα δυνατό - κι ευτυχώς, που ήταν στο κρεβατάκι της, όταν ο κυκλώνας ημέρωσε και ακούμπησε το σπίτι ξανά στη γη. Γιατί αν δεν ήταν στο μαλακό της στρώμα, τυλιγμένη με το μαλακό της πάπλωμα, μπορεί και να ‘χε χτυπήσει. Ξύπνησε, όμως, κι άνοιξε τα μάτια της. Έξω δεν ήταν πια σκοτεινά. Αέρας δεν φυσούσε. Το σπίτι δεν κουνιόταν. Η Ντόροθυ πετάχτηκε από το κρεβάτι κι έτρεξε με τον Τοτό πίσω της ν’ ανοίξει την πόρτα. Αυτά που είδε της έκοψαν την ανάσα. Γιατί είδε με μια ματιά όλα τα χρώματα του κόσμου.
Η χώρα τριγύρω ήταν σαν ουράνιο τόξο: καταπράσινες πλαγιές και δέντρα με σκουροπράσινες βελόνες κι ανοιχτοπράσινα φύλλα και βυσσινιά και πορτοκαλιά φρούτα. Τα κλαδιά τους φάνταζαν άλλα ασημένια κι άλλα καφετιά κι απάνω τους κελαηδούσαν πουλιά με πολύχρωμα φτερά, γαλαζολαίμηδες και κοκκινολαίμηδες και κιτρινολαίμηδες. Και στην κυματιστή χλόη κεντημένα ήταν ένα σωρό λουλουδάκια, όλα διαφορετικά το ένα απ’ τ’ άλλο, όλο βούλες άσπρες και πράσινες και μωβ και ροζ, κι άλλα με ρίγες και με γραμμές στα πέταλά τους. Τόσα πολλά ήταν τα χρώματα σ’ αυτή τη γη, που η Ντόροθυ δεν ήξερε καν πώς να τα πει και τι όνομα να τους δώσει. Γιατί ένα κοριτσάκι που έχει ζήσει όλη του τη ζωή στις γκρίζες πεδιάδες του Κάνσας, δεν ξέρει βέβαια και πολλά από χρώματα. Στάθηκε, λοιπόν, και τα κοίταζε μαγεμένη.

Κι εκεί που θαύμαζε το πιο θαυμαστό τοπίο απ’ όσα είχαν αντικρύσει ίσαμε τότε τα μάτια της, βλέπει ξάφνου λίγο πιο πέρα τρία ανθρωπάκια να την πλησιάζουν διστακτικά. Τέσσερα ανθρωπάκια, τρεις άντρες και μια γυναίκα, στο μπόι της - κι ας ήταν πολύ μεγαλύτεροί της στα χρόνια. Μα τούτο δεν ήταν το μόνο παράξενο απάνω τους+ οι άντρες ήταν ντυμένοι στα γαλάζια από πάνω ως κάτω+ η γυναίκα μόνο φορούσε άσπρα κι είχε κι άσπρα μαλλιά, σαν γριούλα. Κι είχαν όλοι ψηλά και μυτερά καπέλα με ασημένια κουδουνάκια κρεμασμένα πάνω τους, που κουδουνίζανε όμορφα σε κάθε τους βήμα.
Πρώτη μίλησε η γυναίκα. «Σε χαιρετούμε, ευγενική νεράιδα, και σε καλωσορίζουμε στη χώρα μας. Θέλουμε να σ’ ευχαριστήσουμε που σκότωσες την Κακιά Μάγισσα της Ανατολής κι ελευθέρωσες το λαό του τόπου».

Η Ντόροθυ, φυσικά, τα ‘χασε. Αλλά ήταν καλόκαρδο κι ευγενικό κορίτσι κι έτσι προσπάθησε ν’ απαντήσει όσο καλύτερα μπορούσε. «Κι εγώ σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Αλλά ούτε νεράιδα είμαι… κι ούτε έχω σκοτώσει ποτέ μου κανέναν».
Η γριούλα χαμογέλασε. «Το σπίτι σου, όμως, έχει», είπε. «Γιατί ήρθε κι έπεσε ίσια πάνω στην Κακιά Μάγισσα και την έκανε λιώμα. Μόνο τα ασημένια παπούτσια της έμειναν, που είναι παπούτσια μαγικά με δύναμη μεγάλη. Τώρα, βέβαια, είναι δικά σου και μπορείς να τα πάρεις. Το συζητήσαμε και συμφωνήσαμε όλοι: τα ασημένια παπούτσια σου ανήκουν! Χάρη σε σένα λυτρώθηκε ο λαός του τόπου! Πάρτα, λοιπόν, γιατί στα προσφέρουμε μέσα από την καρδιά μας! Μια νεράιδα σαν εσένα θα κάνει θαύματα μ’ αυτά τα μαγικά παπούτσια…»
«Σας ευχαριστώ πολύ», είπε πάλι μ’ ευγένεια η Ντόροθυ. «Αλλά να το ξέρετε ότι νεράιδα δεν είμαι. Ίσως δεν πρέπει να τα πάρω, λοιπόν, τα παπούτσια σας».
«Αφού δεν είσαι νεράιδα, τι είσαι;» τη ρώτησε τότε ο πιο μεγάλος από τους τρεις άντρες.
«Είμαι κορίτσι και με λένε Ντόροθυ. Το σκυλί μου από ‘δώ το λένε Τοτό. Και είμαστε από το Κάνσας. Μόνο που πολύ φοβάμαι ότι εδώ, που ήρθαμε, δεν είναι το Κάνσας. Πολύ φοβάμαι ότι η δική σας η χώρα απέχει πολύ από το Κάνσας».
«Τη χώρα σου δεν την ξέρουμε, δεν την έχουμε καν ακουστά», απάντησε η γριούλα με τ’ άσπρα μαλλιά. «Εδώ, αν θέλεις να μάθεις, είναι η Θαυμαστή Χώρα του Οζ, που είναι απέραντη σχεδόν. Εγώ την ξέρω καλά, απ’ άκρη σ’ άκρη. Την έχω ταξιδέψει κιόλας. Και τόπο, που να τον λένε Κάνσας δεν συνάντησα πουθενά. Άρα η χώρα σου είναι μακριά πολύ από ‘δώ».
«Ω, συμφορά μου! Και πώς θα βρω το δρόμο να γυρίσω πίσω;» αναρωτήθηκε η Ντόροθυ έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε; Πρέπει, ξέρετε, να γυρίσω σπίτι μου».
«Αφού ο τόπος σου είναι τόσο μακριά, καλύτερα να μείνεις μαζί μας!» είπαν μ’ ένα στόμα οι τρεις άντρες οι ντυμένοι στα γαλάζια. «Θα σ’ αγαπούμε και θα σε τιμούμε, κι ας μην είσαι νεράιδα! Γιατί είσαι καλή και ο ερχομός σου μας έδωσε την ελευθερία μας. Κι εξάλλου το σπίτι σου είναι εδώ. Πού θέλεις να γυρίσεις, λοιπόν;».
«Το σπίτι μου μπορεί να είναι εδώ, αλλά το Σπίτι-Σπίτι μου είναι στο Κάνσας. Θέλω να πω η θεία Έμα κι ο θείος Χένρυ. Η οικογένειά μου. Σ’ αυτούς θέλω να γυρίσω. Δεν λέω, πολύ όμορφος ο τόπος σας –ομορφότερος πολύ από το Κάνσας. Γιατί η αλήθεια είναι πως χρώματα στο Κάνσας δεν έχουμε. Μόνο το γκρίζο και το γκρίζο δεν είναι κι οτι καλύτερο. Σας ευχαριστώ πολύ, που με θέλετε κοντά σας. Αλλά η θεία Έμα κι ο θείος Χένρυ είναι οι δικοί μου. Μ’ αγαπούν από τότε που γεννήθηκα και τους αγαπώ κι εγώ. Θ’ ανησυχούν πολύ τώρα που λείπω. Και σίγουρα θα στεναχωρηθούν, αν δεν γυρίσω. Θα στεναχωρηθούν κι αυτοί, θα στεναχωρηθώ κι εγώ».
Αυτά είπε η Ντόροθυ και πράγματι τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Λίγο ακόμα και δάκρυα θα κυλούσαν στα μάγουλά της. Η γριούλα με τ’ άσπρα γύρισε και κοίταξε τους τρεις άντρες. Κι όλοι κούνησαν τα κεφάλια τους. «Η Χώρα του Όζ», είπε τότε ο πρώτος, «έχει τέσσερις μεγάλους τόπους: την Ανατολή, τη Δύση, το Βορρά και το Νότο. Τον καθένα απ’ αυτούς τους τόπους τον κυβερνάει κι από μια μάγισσα. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: τέσσερις μάγισσες. Δύο καλές και δύο κακές. Οι δύο κακιές είναι η μάγισσα της Δύσης και η μάγισσα της Ανατολής κι απ’ αυτές έμεινε τώρα μόνο μία, η μάγισσα της Δύσης, γιατί η μάγισσα της Ανατολής πάει, τέλειωσε, την πλάκωσε το σπίτι σου. Οι δύο καλές είναι η μάγισσα του Νότου και η μάγισσα του Βορρά. Κι η μάγισσα του Βορρά είναι εδώ ακριβώς, μπροστά σου!»
Αυτά τα λόγια είπε ο μεγαλύτερος από τους τέσσερις γαλαζοντυμένους άντρες κι έδειξε στη Ντόροθυ την γριούλα με τ’ άσπρα, που της χαμογέλασε με καλοσύνη.
«Αρχηγός, όμως, της χώρας ολόκληρης είναι ο πιο μεγάλος απ’ όλους τους μάγους: ο Όζ. Ο Όζ ζει στη μέση, ανάμεσα στη Ανατολή και στη Δύση, ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο, σε μια πολιτεία θαυμαστή, που τη λένε Σμαραγδένια Πολιτεία. Ο Μάγος του Όζ κυβερνάει και τους τέσσερις τόπους, πόλεις, χωριά, ερημιές κι όλους τους λαούς της χώρας. Είναι σπουδαίος Μάγος!» είπε η γριούλα με τ’ άσπρα μαλλιά, που άλλη δεν ήταν από την Καλή Μάγισσα του Βορρά. «Αυτός ίσως ξέρει να σου πει ποιο δρόμο να πάρεις για να γυρίσεις στο Κάνσας, αφού τόσο το θέλεις».
«Ναι, ναι, ο Μάγος του Όζ θα ξέρει!» είπε ο πιο μικρός από τους τρεις άντρες τους ντυμένους στα γαλάζια. «Γιατί απ’ όσα έχω εγώ ακουστά, από την Ανατολή δεν υπάρχει τρόπος να περάσεις. Γιατί έρημος μεγάλη απλώνεται εκεί που τελειώνει ο τόπος. Έρημος αδιάβατη».
«Το ίδιο κι από τη Δύση!» είπε δεύτερος ο μεσαίος.
«Το ίδιο κι από το Νότο!» μίλησε τελευταίος κι ο πιο μεγάλος.
«Το ίδιο κι ο Βορράς, που είναι ο δικός μου τόπος!» πρόσθεσε η Καλή Μάγισσα. «Γι’ αυτό, καλό μου κορίτσι, φόρα τ’ ασημένια παπούτσια και ξεκίνα τώρα αμέσως για τη Σμαραγδένια Πολιτεία. Ο δρόμος είναι στρωμένος κίτρινες πλάκες ίσαμε ‘κεί κι έτσι δεν θα χαθείς. Όταν θα φτάσεις, βρες το Μάγο του Οζ και ζήτα του να σε βοηθήσει». Μ’ αυτά τα λόγια αποχαιρέτισε η Καλή Μάγισσα τη Ντόροθυ κι αμέσως χάθηκε από μπροστά της. Οι τρεις γαλαζοντυμένοι άντρες υποκλίθηκαν βαθιά κι ύστερα έφυγαν κι αυτοί. Όσο για τη Ντόροθυ, την είχε πάρει κιόλας την απόφασή της.
«Έχουμε ένα πρόβλημα!» είπε στο σκυλί της. «Είμαστε μακριά πολύ από τον τόπο μας. Και δεν ξέρουμε το δρόμο του γυρισμού. Αλλά κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του. Αν πρέπει να πάμε στη Σμαραγδένια Πολιτεία και να βρούμε το Μάγο του Όζ, για να μπορέσουμε να γυρίσουμε στο Κάνσας…. τότε αυτό ακριβώς θα κάνουμε!» εξήγησε στον Τοτό. Κι άρχισε να ετοιμάζεται για το Ταξίδι.
Πρώτα-πρώτα φόρεσε το καλό της καθαρό φουστάνι, που είχε άσπρα και γαλάζια τετραγωνάκια κι ήταν πολύ όμορφο. Δεύτερον, ήπιε νερό καθαρό και δροσερό από ένα κοντινό ρυάκι – και έδωσε και στον Τοτό. Τρίτον, έφαγε ψωμί (που το βρήκε στο ντουλάπι, μέσα στο σπίτι της) και φρούτα (που τα έκοψε από τα δέντρα τριγύρω) – κι έδωσε και στον Τοτό κι ετοίμασε κι ένα καλάθι, να πάρει μαζί της. Τέταρτον, κλείδωσε το σπίτι και έκρυψε το κλειδί στην τσέπη της, με προσοχή να μην το χάσει.
Αυτές τις ετοιμασίες έκανε η Ντόροθυ κι έπειτα ξεκίνησε για τη Σμαραγδένια Πολιτεία. Δρόμοι υπήρχαν κάμποσοι εκεί γύρω, αλλά ένας μόνο ήταν στρωμένος με κίτρινες πλάκες. Η Ντόροθυ δεν δυσκολεύτηκε να διαλέξει. Και λίγη ώρα αργότερα τα ασημένια παπουτσάκια της χτυπούσαν ρυθμικά το σκληρό κίτρινο πλακόστρωτο.

Πήγαινε, πήγαινε, πήγαινε, ώσπου κουράστηκε. Σκαρφάλωσε τότε σ’ έναν πέτρινο φράχτη, να καθίσει να ξεκουραστεί. Κι από την άλλη μεριά του φράχτη είδε ένα μεγάλο χωράφι, όλο καλαμπόκια, μ’ ένα σκιάχτρο στη μέση του να τρομάζει τα πουλιά. Η Ντόροθυ, κουρασμένη όπως ήταν, δεν έκανε τίποτα, μόνο κάθισε με τα χέρια σταυρωμένα και κοίταζε το σκιάχτρο χωρίς να σκέφτεται τίποτα. Αλλά εκεί που καθόταν, σάστισε ξαφνικά. Γιατί της φάνηκε πως το σκιάχτρο της έκλεισε το μάτι. Και τέτοιο πράμα κανένα σκιάχτρο στο Κάνσας δεν το καταφέρνει. Απορημένη κατέβηκε από το φράχτη και το πλησίασε, σίγουρη πως είχε γελαστεί.
Αλλά το Σκιάχτρο αυτό δεν μπορούσε μόνο να κλείνει το μάτι του. Μπορούσε και να μιλάει. «Καλημέρα», της είπε.

«Μπορείς και μιλάς;» απόρησε η Ντόροθυ.
«Και βέβαια μπορώ», αποκρίθηκε το Σκιάχτρο. «Μόνο να κατεβώ από ‘δώ δεν μπορώ, γιατί έχω ένα κοντάρι μπηγμένο στην πλάτη μου, που δεν μ’ αφήνει καθόλου να σαλέψω. Αν μου το βγάλεις, θα σου χρωστάω ευγνωμοσύνη».

Η Ντόροθυ αγκάλιασε τότε το Σκιάχτρο και το σήκωσε με τα χέρια της πάνω από το κεφάλι της – πράγμα που δεν ήταν δύσκολο, γιατί το Σκιάχτρο ήταν παραγεμισμένο με άχυρο σκέτο και δεν ήταν καθόλου βαρύ.

«Αχ, τι καλά!» αναστέναξε τότε το Σκιάχτρο και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει. «Το καλό που μου ‘κανες, στο χρωστάω. Πες μου, όμως, ποια είσαι; Και πού πας;»
«Είμαι η Ντόροθυ», του απάντησε το κορίτσι. «Και πάω στη Σμαραγδένια Πολιτεία. Θα παρακαλέσω το Μάγο του Όζ να με στείλει πίσω στην πατρίδα μου, στο Κάνσας».
«Πού είναι αυτή η Πολιτεία; Και ποιος είναι αυτός ο Μάγος;» ρώτησε το Σκιάχτρο.
«Καλά, δεν τον έχεις ακουστά;» απόρησε η Ντόροθυ. «Εδώ είναι η Χώρα του Μάγου του Όζ κι εσύ δεν τον ξέρεις;»
«Εγώ δυστυχώς δεν ξέρω και πολλά πράγματα», απάντησε το Σκιάχτρο λυπημένο. «Γιατί το κεφάλι μου έχει μέσα μόνο άχυρα. Μυαλό δεν έχω στάλα. Λες να μπορεί αυτός ο Μεγάλος Μάγος να μου δώσει λίγο μυαλουδάκι, αν έρθω μαζί σου και τον παρακαλέσω;»
«Αυτό δεν το ξέρω», είπε το κορίτσι. «Αλλά γιατί να μη δοκιμάσεις; Τι έχεις να χάσεις;»
«Σύμφωνοι, τότε», είπε το Σκιάχτρο. «Θα ‘ρθω. Κι ότι είναι να γίνει, ας γίνει».
Δρόμο πήραν, δρόμο αφήσανε, ώσπου τα χωράφια γύρω τους τελειώσανε, ήρθε η νύχτα κι η Ντόροθυ με το Σκιάχτρο φτάσανε σ’ ένα πυκνό, κατασκότεινο δάσος. Λίγο παρακάτω βρήκαν μιαν έρημη καλύβα και μπήκαν μέσα να ξεκουραστούν και να περιμένουν το ξημέρωμα. Μόνο το Σκιάχτρο δεν έπεσε να ξεκουραστεί, γιατί από άχυρο καθώς ήταν δεν κουραζότανε ποτέ του.

Και πρωί-πρωί ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Μα δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να κάνουν το πρώτο βήμα, κι ένας δυνατός αναστεναγμός έφτασε στ’ αυτιά τους. Ένας στεναγμός βαθύς και λυπημένος.
«Τι είναι πάλι τούτο;» ρώτησε φοβισμένη η Ντόροθυ.
«Εγώ, βέβαια, δεν ξέρω», απάντησε το Σκιάχτρο. «Αλλά γιατί δεν πάμε να δούμε;»
Αυτό κι έκαναν. Και είδαν κάτι πολύ παράξενο: ένα δέντρο μισοκομμένο κι έναν άνθρωπο πλάι του φτιαγμένον ολόκληρο από τενεκέ. Στα σηκωμένα χέρια του κρατούσε ένα τσεκούρι. Κι ήταν φανερό ότι αυτός είχε αρχίσει να κόβει τον κορμό του δέντρου. Μόνο που ο Τενεκεδένιος Ξυλοκόπος δεν κουνιόταν καθόλου. Ήταν ασάλευτος εντελώς.

«Εσύ αναστέναξες;» κατάφερε στο τέλος να ξαναβρεί τη μιλιά της η Ντόροθυ.
«Εγώ», απάντησε ο Τενεκεδένιος Ξυλοκόπος. «Ένα χρόνο τώρα αναστενάζω και βογγώ, αλλά κανείς δεν μ’ άκουσε να ‘ρθει να με βοηθήσει».
«Εμείς πολύ ευχαρίστως θα σε βοηθήσουμε. Φτάνει να μας πεις τι μπορούμε να κάνουμε», απάντησε μ’ ευγένεια το κορίτσι.
«Τίποτα σπουδαίο. Να μου λαδώσετε μια στάλα τις κλειδώσεις μου», απάντησε ο Τενεκεδένιος Ξυλοκόπος. «Λαδωτήρι θα βρείτε στην καλύβα μου, εδώ παραπέρα».
Λίγη ώρα αργότερα η δουλειά είχε τελειώσει κι ο Τενεκεδένιος Ξυλοκόπος δεν ήξερε πώς να ευχαριστήσει τη Ντόροθυ και το Σκιάχτρο. «Τι καλά! Ακόμα ακίνητος σαν άγαλμα θα ήμουνα, αν δεν ερχόσασταν εσείς! Με σώσατε! Αλλά πώς βρεθήκατε εδώ;»
«Πάμε στη Σμαραγδένια Πολιτεία να βρούμε τον Μεγάλο Μάγο του Όζ», απάντησε η Ντόροθυ. «Εγώ θέλω να τον ρωτήσω το δρόμο για το Κάνσας, την πατρίδα μου. Και το Σκιάχτρο από ‘δώ θέλει να τον παρακαλέσει να του βάλει μια στάλα μυαλό στο κεφάλι του».
Ο Ξυλοκόπος έμεινε για μια στιγμή σκεφτικός κι ύστερα ρώτησε: «Λες να μπορεί ο Μεγάλος Όζ να μου δώσει κι εμένα καρδιά; Αν είναι, θα ‘ρθω κι εγώ μαζί σας».
«Μετά χαράς να έρθεις. Κι ο Μεγάλος Όζ θα σου δώσει κι εσένα καρδιά, όπως θα δώσει και στο Σκιάχτρο μυαλό κι όπως θα δείξει και σε μένα το δρόμο να γυρίσω στο Κάνσας», είπε η Ντόροθυ.

Ξεκίνησαν το λοιπόν και πήραν μαζί τους και το λαδωτήρι γιατί αν τους έπιανε βροχή στο δρόμο, σίγουρα θα το χρειαζόντουσαν. Κι όπως περπατούσαν, πιάσανε κουβέντα κι άρχισε ο Ξυλοκόπος να τους λέει την ιστορία του, πώς είχε γίνει κι είχε μείνει δίχως καρδιά. Γιατί κάποτε είχε και μυαλό και καρδιά και κορμί κανονικού ανθρώπου. Είχε και μια κοπέλα, που την αγαπούσε κι ήθελε να την παντρευτεί. Αλλά τα ‘χε χάσει όλα, επειδή η Κακιά Μάγισσα της Ανατολής έκανε μάγια στο τσεκούρι του. Το τσεκούρι του ‘κοψε το ένα πόδι –κι αυτός έφτιαξε τενεκεδένιο. Το τσεκούρι του ‘κοψε και τ’ άλλο πόδι – κι αυτός έφτιαξε τενεκεδένιο. Ύστερα τα χέρια, τα ‘φτιαξε τενεκεδένια κι αυτά. Ύστερα το κεφάλι – ευτυχώς πέρναγε από ‘κεί ο σιδεράς, του το ‘φτιαξε τενεκεδένιο κι αυτό. Και τέλος το κορμί του. Μα από τενεκέ, όπως ήταν φτιαγμένος, δεν είχε πια καρδιά και δεν τον ένοιαζε να παντρευτεί. Ένα χρόνο, όμως, που είχε μείνει ασάλευτος και σκουριασμένος, το είχε σκεφτεί καλά-καλά το θέμα. Κι απ’ όλα όσα είχε χάσει, ήθελε ν’ αποχτήσει ξανά την καρδιά του για να μπορέσει ν’ αγαπήσει ξανά την αρραβωνιαστικιά του και να την παντρευτεί.

Προχώρησαν, λοιπόν, το Σκιάχτρο, που ήθελε ν’ αποχτήσει μυαλό, ο Ξυλοκόπος, που ήθελε ν’ αποχτήσει καρδιά, η Ντόροθυ, που ήθελε να γυρίσει στο Κάνσας στους δικούς της, κι ο Τοτός, δεν ήθελε τίποτα, παρά μόνο να παίζει. Αλλά εκεί που περπατούσαν στο δάσος μέσα, ξαφνικά, μέσα στη σιωπή, ακούστηκαν κάτι δυνατά μουγκρητά. Κι αμέσως σταμάτησαν όλοι τρομαγμένοι.
Την ίδια στιγμή ένα πελώριο λιοντάρι βγήκε εμπρός τους και τους έκοψε το δρόμο. Ένα θηρίο γιγάντιο. Η Ντόροθυ ζάρωσε, αλλά ο Τοτός άρχισε να γαβγίζει σαν δαιμονισμένος. Σηκώνει το λιοντάρι τότε την αριστερή πατούσα του, δίνει μια και πετάει το Σκιάχτρο στην άλλη άκρη του δρόμου. Σηκώνει τη δεξιά, δίνει μια και ξαπλώνει τον Ξυλοκόπο ανάσκελα στις πλάκες. Ξανασηκώνει την αριστερή κι ετοιμάζεται να χτυπήσει τον Τοτό. Βλέποντας τότε η Ντόροθυ πως το αγαπημένο της σκυλάκι κινδύνευε, ξέχασε το δικό της φόβο και όρμησε να το προστατέψει. Τόσος πολύς ήταν ο θυμός της, που ούτε κατάλαβε πώς σήκωσε το χέρι της και χαστούκισε το λιοντάρι. «Ούτε να το σκέφτεσαι!» φώναξε στο καημένο το θηρίο, που είχε σταθεί σαστισμένο και την κοίταζε. «Ντροπή σου, να τα βάζεις μ’ ένα τόσο δα μικρό σκυλάκι, ολόκληρο λιοντάρι! Δεν είσαι καθόλου γενναίο ζώο, αν θέλεις τη γνώμη μου! Δειλό είσαι! Πολύ δειλό, να τα βάζεις με πιο αδύναμους από σένα!»

«Το ξέρω», μουρμούρισε το λιοντάρι κι έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένο. «Το ξέρω και ντρέπομαι. Αλλά τι να κάνω; Έτσι γεννήθηκα! Θα ήθελα πολύ να είχα θάρρος, λιγάκι έστω. Ίσα μια στάλα για να κάνω τη δουλειά μου – γιατί είμαι και βασιλιάς όλων των ζώων σ’ αυτό εδώ το δάσος».
«Ε, αφού το θέλεις, γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί μας, να γυρέψεις από τον Μεγάλο Όζ να σου δώσει λίγο θάρρος;» είπε ο Τενεκεδένιος Ξυλοκόπος καθώς σηκωνόταν. «Εγώ πάω να του ζητήσω καρδιά για ν’ αγαπώ, το Σκιάχτρο από ‘κεί πάει να του ζητήσει μυαλό για να σκέφτεται, η Ντόροθυ πάει να ρωτήσει πώς θα βρει το δρόμο να γυρίσει σπίτι της, σ’ ένα μέρος που το λένε Κάνσας. Όσο για το σκυλί, θα το πάρει μάλλον μαζί της!»
«Αν νομίζετε ότι ο Μάγος θα μου δώσει κι εμένα θάρρος, τότε να ‘ρθω μαζί σας!» είπε το Δειλό Λιοντάρι και χαμογέλασε ντροπαλά. «Γιατί η ζωή δίχως θάρρος δεν υποφέρεται!»
«Ούτε δίχως μυαλό!» είπε το Σκιάχτρο.
«Ούτε δίχως καρδιά!» πρόσθεσε ο Ξυλοκόπος.
«Ούτε δίχως τους δικούς μου, στο Κάνσας!» αναστέναξε κι η Ντόροθυ κι έσφιξε τον Τοτό στην αγκαλιά της.

Λ. Φρανκ Μπάουμ, Ο Μάγος του Οζ, διασκ. Μαρία Αγγελίδου, εικ. Βασίλης Παπατσαρούχανς, Παπαδόπουλος, 2006