Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
στη λογοτεχνία

1726

Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ

  • Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ
  • Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ
  • Γκιούλιβερ (εικονογράφιση του Rackham)
  • Γκιούλιβερ (εικονογράφιση του Rackham)
  • Γκιούλιβερ (εικονογράφιση του Rackham)
  • Γκιούλιβερ, από τον εικονογράφο Κρις Ρίντελ, σε διασκευή του Μάρτιν Τζέκινς, μτφ. Φανή Πανταζή, Μεταίχμιο, 2008
  • Γκιούλιβερ, από τον εικονογράφο Κρις Ρίντελ, σε διασκευή του Μάρτιν Τζέκινς, μτφ. Φανή Πανταζή, Μεταίχμιο, 2008
  • Γκραβούρα που απεικονίζει τον Γκιούλιβερ και η σελίδα τίτλου της πρώτης έκδοσης.
  • Γελοιογραφία του 1803 που απεικονίζει τον βασιλιά Γεώργιο ΙΙΙ της Αγγλίας σαν τον βασιλιά της Μπρομπντινγκνάγκ και τον μικροσκοπικό Ναπολέοντα στον ρόλο του Γκιούλιβερ
  • Εικονογράφηση από έκδοση του 1864
  • Εξώφυλλο περιοδικού κόμικς του 1943
  • Σύγχρονη τοιχογραφία σε μαγαζί παιχνιδιών στη Βρέμη της Γερμανίας που απεικονίζει τον Γκιούλιβερ στη Λιλιπούτη

Τζόναθαν Σουίφτ 1667-1745

Ο Τζόναθαν Σουίφτ εκδίδει Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, μια σάτιρα της ανθρώπινης φύσης και παρωδία των ταξιδιωτικών περιπετειών, που ήταν πολύ της μόδας την εποχή εκείνη. Είναι το πιο γνωστό έργο του Σουίφτ και ένα από τα σημαντικότερα κλασσικά έργα της αγγλόφωνης και της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Αρχικά κυκλοφόρησε για ενηλίκους και έγινε δημοφιλές αμέσως μόλις κυκλοφόρησε. Ο Τζων Γκρέι, σ’ επιστολή του στον Σουίφτ την ίδια χρονιά, γράφει οτι «το διαβάζουν όλοι και το βλέπεις παντού, στο Κοινοβούλιο και στα παιδικά δωμάτια». Έκτοτε δεν έχει σταματήσει να τυπώνεται και ουδέποτε βρέθηκε εκτός κυκλοφορίας.
Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ είναι μία από τις πιο εμπνευσμένες και καλοδουλεμένες σάτιρες του ανθρώπου και του πολιτισμού του. Ταυτόχρονα αναδείχθηκε ένα από τα σημαντικότερα έργα του λεγόμενου «παιδικού κανόνα». Και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί τα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου, αυτά που περιγράφουν τις περιπέτειες του ήρωα με τους λιλιπούτειους και με τους γίγαντες, τράβηξαν το ενδιαφέρον του παιδικού αναγνωστικού κοινού: ανάμεσα στους Λιλιπούτειους ο ήρωας είναι ένας γίγαντας, που κινείται σ’ έναν κόσμο όπου κατοικούν μικρές κούκλες˙ ενώ ανάμεσα στους Γίγαντες είναι ο ίδιος μικρός σαν παιχνίδι. Πολύ περισσότερο πρόσθεσε στο λεξιλόγιο όλων των γλωσσών τη λέξη λιλιπούτειος που σημαίνει από τότε ο μικροσκοπικός άνθρωπος χωρίς να σκεφτόμαστε πως στα Ταξίδια του Γκιούλιβερ είναι απλώς ο κάτοικος της Λιλιπούτης.

Διαβάστε σχετικά:
…Πήγαινα, πήγαινα, μα πουθενά μήτε σπίτι, μήτε άνθρωποι. Δεν βαστούσα από την κούραση και τη ζέστη, έπεσα επάνω στα χόρτα και με πήρε ύπνος βαθύς, που βάσταξε εννιά ώρες.
Όταν ξύπνησα, προσπάθησα να σηκωθώ∙ αδύνατον! Ήμουν ξαπλωμένος ανάσκελα∙ τα πόδια μου και τα χέρια μου ήταν δεμένα στη γη καθώς και τα μαλλιά μου. Πολλά σχοινάκια, πολύ ψιλά, τύλιγαν όλο μου το κορμί από τις μασχάλες μου ίσαμε τα μεριά μου. Μονάχα προς τα πάνω μπορούσα να κοιτάξω. Ο ήλιος άρχισε να ζεσταίνει υπερβολικά∙ η πολλή του λάμψη πλήγωνε τα μάτια μου.
Άκουσα κάποιον αλαφρό θόρυβο γύρω μου∙ μα έτσι που ήμουν δεμένος δεν μπορούσα να δω παρά μονάχα τον ήλιο. Σε λίγο ένοιωσα να σαλεύει κάποιο πράμα στο δεξιό μου πόδι και το πράμα αυτό ανέβαινε σιγά-σιγά στο στήθος μου κι έφτασε σχεδόν ίσαμε το πηγούνι μου.
Φαντάζεστε την κατάπληξή μου όταν, σκύβοντας τα μάτια, είδα ένα μικρό-μικρό ανθρωπάκι, έξι το πολύ-πολύ δάχτυλα, μ’ ένα δοξάρι και με μια σαΐτα στο χέρι και με μια σαϊτοθήκη στη ράχη.
Την ίδια στιγμή διέκρινα μια σαρανταριά τέτοια ανθρωπάκια να σκαρφαλώνουν απάνω μου. Έβγαλα φωνές τόσο τρομερές, που όλα αυτά τα ζούδια, κατατρομαγμένα, το ’βαλαν στα πόδια. Καθώς μάλιστα έμαθα αργότερα, μερικοί πληγώθηκαν επικίνδυνα γιατί πήδησαν από πάνω στη γη και κατατσακίστηκαν.
Όμως σε λίγο πήραν πάλι θάρρος και ξαναγύρισαν∙ ένας μάλιστα είχε την τόλμη να με πλησιάσει τόσο πολύ που μπόρεσε να δει όλο μου το πρόσωπο. Τον είδα τότε να σηκώνει τα χεράκια του, να γουρλώνει τα ματάκια του από θαυμασμό και να φωνάζει με μια ψιλή, διαπεραστική φωνίτσα:
- Χεκινά Ντεγκούλ!
Όλοι τότε φώναξαν πολλές φορές: «Χεκινά Ντεγκούλ!». Μα τότε δεν κατάλαβα τι θα πουν τα λόγια αυτά. Ήμουν ανήσυχος, ξαφνιασμένος, τιναζόμουν να γλιτώσω από τα δεσίματα, φώναζα∙ τέλος, ύστερα από πολλά βάσανα, κατόρθωσα να σπάσω τις αναρίθμητες ψιλές κλωστές και να ξεκαρφώσω τα μικρά παλούκια που έδεναν το δεξιό μου βραχιόνι με τη γη.
Συνάμα με απερίγραπτο πόνο κατόρθωσα να χαλαρώσω λίγο τις κλωστές – πιο ψιλές κι από τα μαλλιά μου – που κάρφωναν κάθε μου τρίχα στη γη. Άρχισα σιγά-σιγά να ελευθερώνομαι.
Τότε τα ανθρώπινα αυτά έντομα το ’βαλαν στην τρεχάλα κι άρχισαν να βγάζουν διαπεραστικές κραυγές. Άμα έπαυσε λίγο ο θόρυβος άκουσα κάποιον να φωνάζει: «Τόλγκο Φονάκ!», και μονομιάς ένοιωσα να τρυπούν το αριστερό μου χέρι πάνω από εκατό σαΐτες, που με τσιμπούσαν σαν καρφίτσες.
Έπειτα άρχισαν να με βομβαρδίζουν με μικρά πραματάκια, τόσο μικρά, που δεν μπορούσα να τα διακρίνω. Προσπάθησα να σκεπάσω το πρόσωπό μου με το δεξιό μου χέρι, να προφυλαχτώ. Όταν έπαψε ο βομβαρδισμός προσπάθησα να ελευθερώσω και τ’ άλλο μου χέρι∙ μα άρχισαν πάλι να με τσιμπούν χιλιάδες βελόνες. Ευτυχώς φορούσα ένα σακάκι από αδιαπέραστη βουβαλοπροβιά. Είδα πως το καλύτερο ήταν να μείνω ήσυχος ως που να ’ρθει η νύχτα∙ τότε θα ελευθέρωνα και το αριστερό μου βραχιόνι και θα μπορούσα πια να σπάσω όλες τις κλωστές. Ελεύθερος θα μπορούσα να τα βάλω με όλο τον στρατό των Κοντορεβιθούληδων. Μα η τύχη που με περίμενε ήταν εντελώς διαφορετική.
Όταν τ’ ανθρωπάκια παρατήρησαν πως έμενα ήσυχος, έπαψαν να μου ρίχνουν σαΐτες∙ από το βουητό όμως που άκουγα, καταλάβαινα πως πλήθαιναν ολοένα∙ δυο πήχες μακριά μου, απέναντι στο αριστερό μου αυτί, άκουγα επί μια ώρα ένα αδιάκοπο θόρυβο σα να ’ταν χιλιάδες άνθρωποι που δούλευαν.
Τέλος γυρίζοντας όσο μπορούσα αριστερά το κεφάλι μου, είδα μια σκαλωσιά να σηκώνεται από τη γη ενάμιση ποδάρι ύψος, που μπορούσε να χωρέσει τέσσερα ανθρωπάκια∙ είχε και μια σκάλα για ν’ ανεβαίνουν. Από κει πάνω, ένας Κοντορεβιθούλης, που φαινόταν να ’χει επίσημο αξίωμα, μου ’βγαλε ένα μεγάλο λόγο, που λέξη δεν κατάλαβα.
Πριν ν’ αρχίσει φώναξε τρεις φορές: «Λαγκρό ντεχούλ σαν». Όλοι φώναξαν «Λαγκρό ντεχούλ σαν» και προσπάθησαν να μου δώσουν να καταλάβω με χειρονομίες. Ευθύς πενήντα ανθρωπάκια προχώρησαν, έκοψαν τις κλωστές που έδεναν το αριστερό μέρος του κεφαλιού μου κι έτσι μπόρεσα να στραφώ δεξιά και να εξετάσω το πρόσωπο και τα κινήματα του ρήτορα.
Μου φάνηκε μεσόκοπος και λίγο ψηλότερος από τους άλλους, που του κρατούσαν την ουρά της στολής του. Δυο άλλοι στέκονταν δεξιά κι αριστερά του και τον κρατούσαν από τις μασχάλες. Μου φάνηκε καλός ρήτορας, γιατί, όπως απαιτεί η ρητορική τέχνη, πότε φοβέριζε και πότε γλύκαινε και χαμογελούσε.
Απάντησα κι εγώ κάνοντας μερικά σημάδια, έδειξα πως υποτάσσομαι εντελώς και σήκωσα το αριστερό μου χέρι και τα δυο μάτια στον ήλιο, σα να ’θελα να ορκιστώ πως πέθαινα της πείνας. Πραγματικά, τόσο πολύ πεινούσα, που αν κι αυτό δεν ήταν πολύ ευγενές, όμως συχνά κουνούσα τα δάχτυλά μου μπρος στο στόμα μου για να τους δείξω πως έχω μεγάλη ανάγκη από τροφή.
Ο Μούργος (έτσι ονομάζουν αυτοί τον μεγάλο άρχοντα, καθώς έμαθα αργότερα) με κατάλαβε πολύ καλά. Κατέβηκε από τη σκαλωσιά του και διάταξε ν’ ακουμπήσουν πολλές σκάλες στα πλευρά μου. Σε λίγο πάνω από εκατό ανθρωπάκια ανέβηκαν και κίνησαν κατά το στόμα μου φορτωμένοι πανέρια γεμάτα διάφορα κρέατα∙ μα δεν κατάλαβα από τη γεύση από τι είδους ζώα∙ έφαγα δυο τρία πανέρια με μια μπουκιά κι έξι ψωμιά. Μου τα έβαζαν στο στόμα και γούρλωναν τα μάτια τους από θαυμασμό βλέποντας την τρομερή μου όρεξη.
Έπειτα τους έγνεψα πως θέλω τώρα να πιώ∙ κατάλαβαν πως έχω ανάγκη από μεγάλες ποσότητες και σήκωσαν, με πολλή επιδεξιότητα, ένα από τα πιο μεγάλα κρασοβάρελα που είχαν, το κύλησαν προς το χέρι μου και το άνοιξαν. Το ήπια μονορούφι με μεγάλη ευχαρίστηση∙ μου κύλησαν άλλο ένα και το ήπια κι αυτό∙ ύστερα έγνεψα πάλι να μου κυλήσουν κι άλλα βαρέλια.
Όλοι με τριγύριζαν και θαύμαζαν τα ανδραγαθήματά μου∙ χόρευαν κι έσερναν πάλι μεγάλες κραυγές: «Χεκινά Ντεγκούλ!». Σίμωσαν, μου έτριψαν το πρόσωπο και τα χέρια μ’ ένα είδος αλοιφή μυρωδάτη και σε λίγο οι πληγές που μου έκαναν οι σαΐτες θεραπεύτηκαν.
Έφαγα λοιπόν και ήπια καλά και μου ήρθε νύστα. Κοιμήθηκα οχτώ περίπου ώρες μονορούφι∙ γιατί, πρέπει να ξέρετε, πως οι γιατροί, κατά διαταγή του βασιλιά, είχαν ρίξει μέσα στο κρασί υπνωτικά.

Διάβασε το ποίημα Ίππιος Κολωνός του Γιώργου Σεφέρη, όπου γίνεται ένα αναφορά στους Γιαχού, έτσι όπως ονομάζονται οι άνθρωποι στη χώρα των Χουίχνχνμ όπου φτάνει ο Γκιούλιβερ στο τελευταίο ταξίδι του.
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/c...

Δες μια ταινία μικρού μήκους του πρωτοπόρου κινηματογραφιστή Ζωρζ Μελιές, του 1902 με θέμα τα ταξίδια του Γκιούλιβερ: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Le_Voyage_de_Gulliver_%C3%A0_Lilliput_et_chez_les_g%C3%A9ants_(1902).ogv

Άκουσε ένα απόσπασμα του συνθέτη Γκέοργκ Φρίντριχ Τέλεμαν από τη σουίτα που συνέθεσε με θέμα τα ταξίδια του Γκιούλιβερ το 1728:
Εδώ: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Telemann_Gulliver_Suite_Lilliputian.mid
και εδώ: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Telemann_Gulliver_Suite_Brobigdinian.mid

Τζόναθαν Σουίφτ, Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ, διασκ. Νίκος Καζαντζάκης, Εκδ. Οίκος Ελευθερουδάκη, 1931