Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
τα παιδιά εκείνη την εποχή

1700

Κότον Μάθερ και η Δίκη του Σάλεμ

  • Cotton Mather
  • H δίκη των μαγισσών του Σάλεμ

Στην Αμερική η πουριτανική κοινωνία της Νέας Αγγλίας ζει ακόμα το κυνήγι των μαγισσών. Η περίφημη Δίκη του Σάλεμ (όπου βασικοί μάρτυρες κατηγορίες είναι δύο παιδιά, δυο κορίτσια 8 και 11 ετών μόλις!) έχει μόλις τελειώσει. Ο Κότον Μάτερ, ένας πουριτανός πολιτικός, περιγράφει στα γραπτά του τη ζωή των παιδιών αλλά και τους απαγορεύει να διαβάζουν παραμύθια και μυθιστορήματα καθώς για τους πουριτανούς ήταν επικίνδυνα, αποσπούσαν τα παιδιά από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και επιπλέον αφηγούνταν ψεύτικες ιστορίες. Αυτή η πουριτανική στάση απέναντι στη λογοτεχνία θα επηρεάσει για πολλά χρόνια το περιεχόμενο των παιδικών βιβλίων σε αντίθεση με την Ευρώπη, όπου ποτέ δεν επικράτησαν τόσο ακραίες θρησκευτικές θεωρίες.

ΕΔΩ ΔΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ
H δίκη των μαγισσών του Σάλεμ είναι ένα πασίγνωστο συμβάν της αποικιακής ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο οδήγησε στην καταδίκη και εκτέλεση κατοίκων του χωριού Σάλεμ στη Μασαχουσέτη το 1692 με την κατηγορία της μαγείας. Αποτελώντας μια νοητή "συνέχεια" των κυνηγιών μαγισσών της μεσαιωνικής Ευρώπης, οι δίκες μαγισσών ανήκουν στην προτεσταντική διωκτική παράδοση[1] και το περιστατικό αυτό έχει χρησιμοποιηθεί έκτοτε ως γλαφυρό παράδειγμα, σε τομείς όπως η πολιτική αλλά και η λογοτεχνία, για τους κινδύνους που κρύβει ο θρησκευτικός φανατισμός, οι ψευδείς κατηγορίες και η κυβερνητική παρείσφρηση στις προσωπικές ελευθερίες του ατόμου[2].
Προκειμένου να κατανοήσει κανείς τα γεγονότα που περιστρέφονται γύρω από το κυνήγι και τη δίκη των μαγισσών του Σάλεμ, πρέπει να δώσει προσοχή στο χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο έλαβαν χώρα οι κατηγορίες για εξάσκηση μαγείας. Κατά το 17ο αιώνα στην αποικία της Μασαχουσέτης, όπως και στις περισσότερες πουριτανικές αποικίες στο Νέο Κόσμο, υπήρχε η πεποίθηση στους κατοίκους ότι βρίσκονταν σε διαρκή μάχη με το Σατανά. Επίσης, η αντιμαχία του Σάλεμ Βίλατζ με τη γειτονική Σάλεμ Τάουν, μια πρόσφατη επιδημία ευλογιάς και ο φόβος της επίθεσης από πολεμικές φυλές ιθαγενών δημιούργησαν ένα κλίμα φόβου και καχυποψίας.
Τον κρύο χειμώνα του 1692, 200 περίπου χρόνια μετά την έναρξη του κυνηγιού των μαγισσών στην Ευρώπη και την έκδοση του Malleus Maleficarum, η Ελίζαμπεθ Πάρις (Μπέτι), 9 ετών, και η Άμπιγκεϊλ Ουίλιαμς, 11 ετών, άρχισαν να παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα, τα οποία κανείς γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει, μέχρι που ένας εξ αυτών, o Γουίλιαμ Γκριγκς, απεφάνθη ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα. Τα συμπτώματα περιλάμβαναν κραυγές, βλασφημίες, σπασμούς, μυστήριες επικλήσεις και κατάσταση έκστασης και σύντομα παρατηρήθηκαν και σε άλλα κορίτσια της πόλης. Έτσι ο αιδεσιμότατος Σάμιουελ Πάρις, πατέρας της Μπέτι, ζήτησε βοήθεια και από γειτονικές πόλεις, ενώ και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να πιέζουν τα κορίτσια να κατονομάσουν τους ανθρώπους που καταπιάνονταν με "έργα του Διαβόλου".
Ο αιδεσιμότατος Πάρις άρχισε να υποψιάζεται την Τιτούμπα, ινδιάνα σκλάβα που είχε γεννηθεί στη Νότια Αμερική και είχε φέρει μαζί του από την Καραϊβική. Τα κορίτσια του χωριού επισκέπτονταν συχνά την Τιτούμπα για να τους πει το μέλλον ή να τη συμβουλευτούν για ό,τι άλλο τις ενδιέφερε, γνωρίζοντας όμως πως αυτό απαγορευόταν αυστηρά τότε, καθώς στο πουριτανικό περιβάλλον όπου ζούσαν, οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση πέραν του καθιερωμένου θεωρούνταν ως μαγεία, άρα συνεργασία με το Διάβολο. Σύμφωνα με τις ιστορίες, ο Πάρις κάποια στιγμή την είδε να βγάζει κάτι από τις στάχτες στο τζάκι, απαίτησε να του εξηγήσει τι ήταν αυτό κι εκείνη του απάντησε ότι ήταν το «γλυκό των μαγισσών» και ότι το έφτιαξε στοχεύοντας τη θεραπεία των κοριτσιών. Ο Πάρις δεν την πίστεψε και, χτυπώντας την, την ανάγκασε να ομολογήσει ότι ήταν η ίδια υπεύθυνη για την κατάσταση των κοριτσιών. Έπειτα, ζήτησε από την Ελίζαμπεθ, την κόρη του, να αποκαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει κι εκείνη τα ομολόγησε όλα, ενώ και η ανιψιά του, Άμπιγκεϊλ, βεβαίωσε πως κάποια άτομα στην πόλη είχαν συνάψει συμφωνία με τον Διάβολο.
Από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει μια μανία καταδίωξης στο Σάλεμ εναντίον πιθανών ατόμων που ασχολούνταν με τη μαγεία. Οι πρώτες γυναίκες για τις οποίες βγήκε ένταλμα σύλληψης στις 29 Φεβρουαρίου 1692 ήταν η Τιτούμπα, η Σάρα Γκουντ και η Σάρα Όσμπορν. Η Σάρα Γκουντ ήταν επαίτης, κόρη ενός Γάλλου ξενοδόχου, που αυτοκτόνησε όταν η ίδια ήταν έφηβη ακόμα. Η Σάρα Όσμπορν ήταν μία κατάκοιτη ηλικιωμένη, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν εκκλησιαζόταν και είχε νομικές αντιμαχίες με την οικογένεια Πάτναμ.
Την επόμενη μέρα, έφτασαν στην πόλη δυο δικαστές, ο Τζον Χάθορν κι ο Τζόναθαν Κόργουιν. Η Σάρα Γκουντ αρνήθηκε ότι έχει σχέση με τη μαγεία. Ωστόσο, κατά την απολογία της, μια από τις κοπέλες άρχισε να καταλαμβάνεται από σπασμούς και οι υπόλοιπες, ακολουθώντας το παράδειγμά της, ούρλιαζαν πως το πνεύμα της Σάρα τους επιτίθετο. Μια γυναίκα στον τόπο της δίκης, η Μάρθα Κόρι, σηκώθηκε και έβαλε τα γέλια βλέποντας τα κορίτσια να παίζουν θέατρο απροκάλυπτα (αργότερα κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε κι η ίδια σε θάνατο). Το ίδιο επαναλήφθηκε και κατά την απολογία της Σάρα Όσμπορν και της Τιτούμπα, η οποία ήταν η μόνη από τις τρεις που ομολόγησε ότι την είχε επισκεφτεί ο Σατανάς και ζήτησε να τον υπηρετήσει, ενώ αποκάλυψε ότι δεν ήταν μόνο εκείνη στην πόλη που συνεργαζόταν με το Σατανά. Η ομολογία της αυτή έσπειρε πανικό και υστερία στο Σάλεμ, και άρχισε ένα "κυνήγι μαγισσών”.
Με συνοπτικές διαδικασίες, όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Μόνο όσοι παραδέχτηκαν την ενοχή τους και κατέδωσαν άλλους, γλίτωσαν την εκτέλεση. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού απαγχονίστηκαν συνολικά 19 άτομα, μεταξύ των οποίων ένας σεβαστός υπουργός κι ένας πρώην αστυνομικός που αρνήθηκε να συνεχίσει τις συλλήψεις υποτιθέμενων μαγισσών. Από αυτούς, μόνον οι έξι ήταν άνδρες. Οι δίκες μαγισσών είχαν σημαντικές επιπτώσεις σ' όλη την περιοχή. Οι σοδειές αφέθηκαν στα χωράφια και τα ζώα χωρίς φροντίδα, όσοι φοβούνταν μήπως συλληφθούν εγκατέλειψαν την περιοχή με τα υπάρχοντά τους και κατέφυγαν στη Νέα Υόρκη, το εμπόριο οπισθοδρόμησε, ενώ υπήρχαν και πληροφορίες ότι οι Ινδιάνοι ετοιμάζονταν να εξεγερθούν.

Διαβάστε σχετικά:
Η Άγκνες Χερν, μια δεκαοχτάχρονη φοιτήτρια ινδιάνικης καταγωγής, είναι η απόγονος της μικρής μάγισσας Μαίρης Νιούμπερι, που έζησε τον 17ο αιώνα. Παρόλο που τις χωρίζουν σχεδόν τριακόσια χρόνια, δεν παύει να τις συνδέει μυστηριωδώς κάτι ισχυρότερο από έναν απλό δεσμό αίματος. Όπως η Μαίρη, έτσι και η Άγκνες διαθέτει ξεχωριστές ικανότητες και χάρη σ’ αυτές θα καταφέρει να επικοινωνήσει με τη μακρινή πρόγονό της κα να μας αφηγηθεί την ιστορία της. Την ιστορία μιας κοπέλας που αψηφώντας όλες τις κοινωνικές προκαταλήψεις της εποχής της τόλμησε να διεκδικήσει την ανεξαρτησία της.

Κεφάλαιο 1 Τότε
Αν είμαι μάγισσα, θα το ξέρουν σύντομα. Δεν ευχήθηκα ποτέ το κακό κάποιου, αλλά έτσι όπως το έσκαγα από τη Μπιούλα η οργή και το μίσος φούντωναν μέσα μου. Δεν είχα κάνει κακό, γιατί λοιπόν με υποχρέωσαν να το σκάσω σαν φυγάς; Οι κατήγοροί μου, η Ντέμπορα Βέιν και οι άλλες κοπέλες ήταν οι ένοχες. Ακόμα και την ώρα που με κατηγορούσαν δημοσίως ως μάγισσα, τα μάτια τους γυάλιζαν από κακία. Η τρέλα που παραμόρφωνε τα πρόσωπά τους ήταν πλαστή. Ποιος δεν θα μπορούσε να το δει;….
Έψαξαν με ιδιαίτερα μεγάλη επιμέλεια. Εγώ λούφαξα… Η φωνή τους ακουγόταν βροντερή… Τους άκουσα να ψάχνουν το σπίτι, πηγαίνοντας από το ένα δωμάτιο στο άλλο με το βήμα βαρύ και γεμάτο μίσος.
Το έσκασα, όμως αυτοί συνέχισαν να με ψάχνουν. Τους άκουσα να φωνάζουν τα σκυλιά μέσα στο δάσος, είδα τους πυρσούς τους, μικρές σπίθες από γιορταστικές φωτιές μέσα στη σκοτεινιά. Άκουσα τα σκυλιά να γαβγίζουν και να ουρλιάζουν. Έτρεχαν μπροστά από τα αφεντικά τους.
Χιόνι άρχισε να πέφτει μόλις έφυγα από την πόλη˙ μικρές μπάλες πάγου που σκορπίζονταν στον αέρα. Άρχισε να πέφτει παχύ διευκολύνοντας έτσι τον εντοπισμό μου από τα σκυλιά. Πρώτα με ανακάλυψε ο γέρο-Τομ, το κυνηγόσκυλο του Τζοσάια Κρόμπτον. Είναι από τα σκυλιά που κυνηγάνε με την όραση και όχι με την όσφρηση. Βγήκε από τους θάμνους και ήρθε προς το μέρος μου πηδώντας. Έριξε πίσω το μακρύ κοκαλιάρικο κεφάλι του βγάζοντας έναν ήχο βαθύ, κάτι ανάμεσα σε κλαψούρισμα και πνιχτό θριαμβευτικό γάβγισμα. Αυτό τράβηξε τα άλλα σκυλιά, που όρμησαν σαν μπουλούκι πίσω του. Σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω μου, με τη γλώσσα τους να κρέμεται και τα μάτια τους να λάμπουν.
Με είχαν στριμώξει. Πισωπάτησα και στηρίχτηκα σ’ ένα δέντρο. Τα κοίταξα κι εγώ, περιμένοντας να μου ορμήσουν. Ο Τομ πλησίασε πιο κοντά, τα άλλα ακολούθησαν. Ο κύκλος έσφιξε. Ύστερα ο Τομ σταμάτησε. Στάθηκε με το κεφάλι γερμένο και τεντωμένα τα κοντά αυτιά του, σαν να αφουγκραζόταν κάποιον ήχο. Οι φωνές των αντρών ακούγονταν πιο κοντά τώρα. Σκέφτηκα οτι αυτό άκουγε ο Τομ και σε λίγο θα άρχιζε να γαβγίζει, αλλά δεν το έκανε. Μου έριξε μια τελευταία ματιά, έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε, με τα υπόλοιπα σκυλιά να τον ακολουθούν σαν ποτάμι, ένας αλλόκοτος, ανάκατος συρφετός.
Τα γαβγίσματα και τα ουρλιαχτά αραίωσαν κι έσβησαν. Ο Τομ είχε οδηγήσει την καταδίωξη μακριά από μένα. Ήμουν πάλι μόνη μέσα στην παγωμένη σιωπή του δάσους. Σκεφτόμουν να συνεχίσω το τρέξιμο, αλλά με είχε καταβάλει η κούραση. Έπεσα στα γόνατα και ακούμπησα την πλάτη μου στον τραχύ κορμό του δέντρου, προσπαθώντας να μαζέψω όση δύναμη μου απόμενε.
Βρίσκομαι εδώ από τότε. Το χιόνι εξακολουθεί να πέφτει, πλανιέται στον αέρα εντελώς αθόρυβα, φτερουγίζει πάνω στα μάγουλά μου σαν δάχτυλα αγγέλου, βαραίνει τα βλέφαρά μου, κάθεται πάνω μου και με σκεπάζει σαν πάπλωμα παραγεμισμένο με φίνα πούπουλα.
Δε νοιώθω καθόλου κρύο, αλλά δεν μπορώ να κινηθώ. Τα μέλη μου δεν τα αισθάνομαι. Αν κοιμηθώ, θα πεθάνω, το ξέρω αυτό, όμως δεν μπορώ να μείνω ξύπνια. Είναι κάτι στιγμές που σχεδόν ελπίζω να ξαναγυρίσουν προς τα εδώ, να με βρουν, αλλά αποδιώχνω τούτη τη σκέψη αμέσως με το που σχηματίζεται. Προτιμώ να πεθάνω παρά να με πιάσουν. Καλύτερα να πεθάνω από την παγωνιά σε τούτο το δάσος παρά να με κρεμάσουν.

Κεφάλαιο 2 Τώρα
…..
Η Άγκνες διάβασε πάλι το μήνυμα, αν και το ήξερε απ’ έξω. Κούνησε πάνω του τον κέρσορα μέχρι που έγινε χεράκι, με τον δείκτη πάνω στη χρωματιστή διεύθυνση, αλλά δεν έκανε κλικ. Ήξερε κάτι για τη Μαίρη Νιούμπερι, για όσα της είχαν συμβεί, αλλά το κλικ θα ήταν ένα μεγάλο βήμα, ένα βήμα που δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να το κάνει. Πόσω μάλλον τώρα, ύστερα από αυτό που είχε συμβεί. ήταν ένα σημάδι. Ήξερε αρκετά για να το καταλαβαίνει αυτό. Όλα τα μέλη της οικογένειάς της είχαν κάποιες ειδικές δυνάμεις, όπως κι η ίδια είχε την ασημένια τούφα στα μαλλιά. Ήταν κληρονομικό από τη γυναικεία γραμμή. Η θεία της, η γιαγιά της και η προγιαγιά της πριν από αυτήν, όλες τους είχαν γίνει θεραπεύτριες.
“Αν είναι να σου συμβεί, θα σου συμβεί”, της είχε πει η θεία της. “Όσο φυσικά σου ήρθε και η περίοδός σου. Δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγεις”.
Η Άγκνες δεν το είχε θελήσει, ούτε αυτό. Τώρα είχε συμβεί και δεν ήταν καθόλου σίγουρη για το τι έπρεπε να κάνει. Έμεινε για λίγο χαμένη κι αναποφάσιστη, με το δάχτυλο σηκωμένο και το χέρι μετέωρο πάνω στο ποντίκι.
“Κράτα το μυαλό σου ανοιχτό και ποτέ δεν ξέρεις ποιος θα έρθει να σε επισκεφτεί”. Η φωνή της θείας της ήταν πάλι μέσα στο κεφάλι της και η Άγκνες κοίταξε γύρω της, λες και κάποιος είχε ξεστομίσει δυνατά αυτά τα λόγια. Δεν υπήρχε κανείς εκεί…..

Σίλια Ρης, Η μάγισσα, μτφρσ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδ. Μεταίχμιο