Προηγούμενο   Επόμενο
Τέλος 
τα παιδιά εκείνη την εποχή

1700

Συνάφια

Στον Ελλαδικό χώρο τα σινάφια των μαστόρων, των βυρσοδεψών, των εμπόρων δέχονται στις τάξεις τους ως τσιράκια (μαθητευόμενους βοηθούς, που αργότερα θ’ ανέβουν στην ιεραρχία της συντεχνίας) παιδιά πολύ μικρά, ακόμα και οχτώ χρονών. Ο συνηθισμένος χρόνος μαθητείας στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο ήταν τρία χρόνια (1001 μέρες)!!!! Αλλά η μαθητεία, εξαιτίας περισσότερο της αρνητικής στάσης του μάστορα και λιγότερο της περιορισμένης ικανότητας του παιδιού, όχι μόνο ξεπερνούσε τα τέσσερα και πέντε χρόνια, αλλά έφθανε και τα εφτά ή οχτώ και μερικές φορές διαρκούσε ακόμη πιο πολύ.
Κατά τη διάρκεια της «πρωτοβάθμιας» εκπαίδευσής τους οι μαθητευόμενοι ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν στους συντεχνίτες υπηρεσίες, όχι μόνο επαγγελματικές στα εργαστήρια, αλλά και στα σπίτια τους καθαρά υπηρετικές, βαρειές εκδουλεύσεις, που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις σωματικές και πνευματικές δυνατότητες της ηλικίας τους: το άναμα της φωτιάς, το μαγείρεμα, το κουβάλημα ξύλων για θέρμανση, η μεταφορά του νερού από το πηγάδι ή τη βρύση, το πλύσιμο πιάτων και ρούχων, το ζύμωμα του ψωμιού, το γυάλισμα των παπουτσιών του μάστορα και το ξεσκόνισμα των ρούχων του, η καθαριότητα του σπιτιού και η απασχόληση των μικρών παιδιών των αφεντικών τους. Από την άλλη το αφεντικό εκτός από ένα μικρό μισθό είχε υποχρέωση να ντύνει, να ταḯζει και να «παπουτζώνει» τον μαθητευόμενο.

Διαβάστε σχετικά:
Μαρτυρία Ιω. Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα
«Σηκωθήκαμεν όλη η φαμελιά και συγγενείς και πήγαμεν εις Λιβαδιά… Εγώ έγινα ως εφτά χρονών. Με βάλαν να εργάζωμαι σε έναν εκατό παράδες τον χρόνον, τον άλλον χρόνον πέντε γρόσια. Αφού έκανα πολλές δουλειές, ήθελαν να κάνω κι άλλε δουλειές ταπεινές του σπιτιού και να περιποιώμαι τα παδιά. Τότε αυτό ήταν ο θάνατός μου. Δεν ήθελα να κάνω αυτό το έργον και μ’ έδερναν και οι αφεντάδες και οι συγγενείς… και την ίδια πηρεσία ξακολουθούσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια να γλιτώσω από αυτήν την πηρεσίαν, οτι η φιλοτιμία μου δεν μ’ άφηνε ήσυχον ούτε μέρα ούτε νύχτα, άρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια των παιδιών και της ίδιας μου μητέρας και έφευγα μέσα στις ράχες. Και μ’ αυτό βαρέθηκαν και με λευτέρωσαν, οτι αυτήνη η πηρεσία μ’ είχε καταντήσει να χαθώ». Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα σελ. 16

Και παρακάτω, όταν μαθητευόμενος εγκατέλειψε τον μάστορά του από τη Λειβαδιά και κατέφυγε στη Θήβα και οι ίδιοι του οι συγγενείς τον ανάγκασαν να επιστρέψει:
“Σηκώθηκα και πήρα και άλλα παιδιά και πήγαμεν εις Φήβα. Η κακή τύχη και εκεί οι συγγενείς ήρθαν και μας πιάσανε και με φέραν πίσω εις την Λιβαδιά και εις τον ίδιον αφέντη”.
Απομνημονεύματα, σελ 16

Επίσης, διαβάστε σχετικά:
Παρόμοιες εμπειρίες βιώνει και ο Αθηναίος Παναγιώτης Σκουζές στο πρώτο στάδιο της μαθητείας του, όταν εργάζεται εντεκαετής σε πραγματευτάδικο εργαστήρι, που έχουν συνεταιρικά οι συμπολίτες του Αντρέας Πεφάνης, Ιωάννης Ζωγράφος και Σπύρος Λυμπέριος Παναγιωτάτζης:
«Ήμουν εις χρέος», λέγει, «να παγαίνω εις τα τρία σπίτια να υπηρετώ των μαΐστρων μου – έτζι τότε έλεγον τους μαστόρους τα παιδιά: μαΐστρο και την γυναίκα του μαΐστρα. Έως το μεσημέρι υπηρετούσα εις τα σπίτια της μαΐστρας μου: νερό από την βρύση, σκούπισμα και άλλας υπηρεσίας και τα λοιπά… Εις όλα αυτά με μεταχειρίζονταν και με την αράδαν με έστελναν και εμάζευα και εληές από τα ελαιόδεντρα».

Αλλά κι αργότερα, όταν ο πατέρας του αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αθήνα, από την τυραννία του Χατζή- Αλή Χασεκή, και να καταφύγει μαζί του στην Χαλκίδα, τον βρίσκουμε να μαθητεύει αρχικά σ’ ένα χριστιανό παπουτζή και μετέπεια σ’ ένα οθωμανό ομόλογό του κάτω από τις ίδιες συνθήκες:
«Έτζι ο πατήρ μου … με επήρεν εις Χαλκίδαν. Με βάλλει εις έναν οθωμανόν παπουχτζήν Ουστά Μεγμέτην, δια να μάθω την τέχνην, οπού είχα αρχίσει. … Εις το αργαστήρι ολίγες ώρες εκαθόμουν… Ο Ουστά Μεγμέτης μάστοράς μου είχεν δύο παιδιά… Το μεγαλύτερον ο Αγμέτης ήτον σχεδόν 5 χρονών και ακόμης δεν ημπορούσεν να περιπατά. Ήμουν υποχρεωμένος να τον βαστώ και να τον κουβαλώ απάνω μου. Να κάμνω υπηρεσίας εις το σπίτι, να κουβαλώ νέρο και τα λοιπά του σπιτιού… Δούλαν δεν είχεν, ήμουν εις το χρέος να κάμνω όλας τα υπηρεσίας του σπιτιού… Εγώ ήμουν εις το οσπίτιόν του με την γυναίκα του Αϊσέ και τα δύο μικρά παιδιά… να με βάνει η Κυρία να μαγειρεύω και τα λοιπά. Κάθε βράδυ να με παίρνει εις τα μέσα οσπίτια του χαρεμιού, να με βάνει να της τραγουδώ».

Παναγής Σκουζές, Απομνημονεύματα. Η τυραννία του Χατζή- Αλή Χασεκή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα (1772-1796), επιμέλεια σχόλια Θαν. Παπαδόπουλου, Αθήνα 1975, σ. 90