Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πληγή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πληγή, Δωρ. πλᾱγά, (πλήσσω),· 1. πλήγμα, χτύπημα, Λατ. plᾱga, σε Όμηρ. κ.λπ.· πληγὴν πέπληγμαι καιρίαν, σε Αισχύλ.· σε τέτοιες φράσεις το πληγήν ή το πληγάς συχνά παραλείπεται, πολλὰς τυπτόμενος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· λέγεται για το πρόσωπο που δέχεται χτυπήματα, πληγὰς λαβεῖν, στον ίδ.· λέγεται γι' αυτόν που χτυπά, πληγὰς δοῦναι, ἐμβάλλειν, ἐντείνειν τινί, σε Ξεν. 2. χτύπημα από κεραυνό, σε Ησίοδ.· πλήγμα, χτύπημα από ξίφος, σε Αισχύλ.· πληγὴθεοῦ, θεόπεμπτη συμφορά, σε Σοφ.