Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρά"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πᾰρά[ρᾰ], Επικ. και Λυρ. παραί και συντετμ. παρ, πρόθ. με γεν., δοτ. και αιτ.· κυρίως σημαίνει κίνηση δίπλα σε κάτι.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ.: I. από την πλευρά όπου, από δίπλα, από, φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μυροῦ, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. κυρίως λέγεται για ανθρώπους, ἦλθε πὰρ Διός, στο ίδ.· ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλῆος, σε Ηρόδ.· ὁ παρά τινος ἥκων, ο αγγελιοφόρος του, σε Ξεν. 2. αυτός που προέρχεται από κάποιον άνθρωπο, γίγνεσθαι παρά τινος, γεννιέμαι απ' αυτόν, σε Πλάτ.· όταν ακολουθεί ουσ. μπορεί να προστεθεί μια μτχ., ἡ παρὰ τῶν ἀνθρώπων δόξα, δόξα δοσμένη από τους ανθρώπους, στον ίδ.· τὸπαρ' ἐμοῦ ἀδίκημα, που έχω προκαλέσει εγώ, σε Ξεν.· παρ' ἑαυτοῦ διδόναι, δίνω από τα δικά μου, δηλ. από δικά μου χρήματα ή με δικά μου έξοδα, σε Ηρόδ. 3. με ρήματα που δηλώνουν αποδοχή ή λήψη, τυχεῖν τινος παρά τινος, σε Ομήρ. Οδ.· εὑρέσθαι τι παρά τινος, σε Ισοκρ.· δέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρά τινος, σε Θουκ.· μανθάνειν, ἀκούειν παρά τινος, σε Ηρόδ. 4. με Παθ. ρήματα, από την πλευρά κάποιου, εκ μέρους κάποιου (όπως το ὑπό· όχι στον ευθύ λόγο), παρὰ θεῶν δίδοταί ή σημαίνεταί τι, σε Πλάτ.· τὰ παρά τινος λεγόμενα ή συμβουλευόμενα, σε Ξεν.· φάρμακον πιεῖν παρὰ τοῦ ἰατροῦ, σύμφωνα με τη συνταγή του, σε Πλάτ. III. στα ποιητικά κείμενα, αντί παρὰ με δοτ., κοντά, δίπλα, πὰρ Σαλαμῖνος, σε Πίνδ.· πὰρ Κυανεᾶν σπιλάδων, σε Σοφ.· παρ' Ἰσμηνοῦ ῥείθρων, στον ίδ. Β. ΜΕ ΔΟΤ.: πλησίον, δίπλα, κοντά, με ρήματα που δηλώνουν στάση· χρησιμοποιείται για να απαντήσει στην ερώτηση «πού»; I. λέγεται για τόπο, ἧσθαι πὰρ πυρί, σε Ομήρ. Οδ.· ἑστάναι παρ' ὄχεσφιν, σε Ομήρ. Ιλ.· πὰρ ποσσί, στα πόδια κάποιου, στο ίδ.· παρὰ ῥηγμῖνι θαλάσσης, στο ίδ. II. 1. λέγεται για ανθρώπους, κεῖτοπαρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ, σε Ομήρ. Ιλ.· στῆναι παρά τινι, στέκομαι κοντά σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ. 2. όπως το Λατ. apud, Γαλλ. chez, στο σπίτι κάποιου, μένειν παρά τινι, στο ίδ.· οἱ παρ' ἡμῖν ἄνθρωποι, οι άνθρωποι εδώ (κοντά μας), σε Πλάτ.· ἡπαρ' ἡμῖν πολιτεία, σε Δημ.· όπως το Λατ. apud αντί penes, στα χέρια κάποιου, ἔχειν παρ' ἑωϋτῷ, σε Ηρόδ. 3. Λατ. coram, μπροστά σε, ενώπιον, ἤειδε παρὰ μνηστῆρσιν, σε Ομήρ. Οδ.· πριν από τη δίκη, σε Ηρόδ., Αττ.· παρ' ἐμοί, Λατ. me judice, σε Ηρόδ.· εὐδοκιμεῖν, μέγα δύνασθαι, τιμᾶσθαι παρά τινι, με κάποιον, σε Πλάτ. Γ. ΜΕ ΑΙΤ.: δίπλα από κάτι ή με κίνηση παράλληλη προς αυτό. I. λέγεται για τόπο, 1. με ρήματα κίνησης, βῆ παρὰ θῖνα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρ' Ἥφαιστον, στον θάλαμό του, σε Θουκ., Πλάτ. 2. με ρήματα στάσεως, πλησίον, κοντά, σε, κεῖται ποταμοῖο παρ' ὄχθας, βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, σε Ομήρ. Ιλ.· παρ' ἔμ' ἵστασο, έλα και στάσου δίπλα μου, στο ίδ. 3. με ρήματα που δηλώνουν πλήγμα ή τραυματισμό, βάλε στῆθος παρὰ μαζόν, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰχμὴ δ' ἐξεσύθη παρὰ ἀνθερεῶνα, στο ίδ. 4. α) με ρήματα που δηλώνουν πέρασμα κοντά από κάπου, σε Όμηρ.· παρὰ τὴν Βαβυλῶνα παριέναι, σε Ξεν. β) πὰρ δύναμιν, πάνω από τη δύναμη κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. γ) αντίθετα προς, εναντίον, παρὰ μοῖραν, ενάντια στη μοίρα, σε Όμηρ.· παρ' αἶσαν, παρὰ τὰς σπονδάς, σε Θουκ.· παρὰ δόξαν, αντίθετα με τη γνώμη, στον ίδ.· παρ' ἐλπίδας, σε Σοφ. 5. πλην, εκτός, οὐκ ἔστι παρὰ ταῦτ' ἄλλα, πέρα απ' αυτό δεν υπάρχει τίποτε άλλο, σε Αριστοφ.· παρὰ ἐν πάλαισμα ἔδραμε νικᾶν Ὀλυμπιάδα, θα κέρδιζε το Ολυμπιακό βραβείο παρά ένα αγώνισμα, την πάλη, δηλ. ήταν κοντά στο να το κερδίσει, σε Ηρόδ.· ομοίως, παρὰ ὀλίγον, περίπου, για λίγο, σε Ευρ.· παρ' ἐλάχιστον ἦλθε ἀφελέσεσθαι, έφτασε στο ύστατο σημείο να φύγει, σε Θουκ.· παρὰτοσοῦτον ἦλθε κινδύνου, έφτασε πολύ κοντά στον κίνδυνο, δηλ. ο κίνδυνος ήταν εξαιρετικά άμεσος, στον ίδ.· αντίθ. προς αυτές τις φράσεις είναι το παρὰ πολύ, πολύ μακριά, δεινότατον παρὰ πολύ, σε Αριστοφ.· παρὰ πολὺ νικᾶν, σε Θουκ.· αλλὰ 6. παρὰ ὀλίγον ποιεῖσθαι, ἡγεῖσθαι, θεωρώ κάτι ανάξιο λόγου, κάνω κάτι ασήμαντο, σε Ξεν.· παρ' οὐδέν ἐστι, λογίζεται ως τίποτα, σε Σοφ. 7. με τη σημασία της εναλλαγής, παρ' ἡμέραν ή παρ' ἦμαρ, Δωρ. παρ' ἆμαρ, μέρα με τη μέρα, σε Πίνδ., Σοφ.· πληγὴ παρὰ πληγήν, χτύπημα ως ανταπόδοση χτυπήματος, σε Αριστοφ. 8. με τη σημασία της σύγκρισης, παρὰ τὰ ἄλλα ζῷα ὥσπερ θεοί οἱ ἄνθρωποι βιοτεύουσι, οι άνθρωποι —σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα— ζουν όπως οι θεοί, σε Ξεν.· χειμὼν μείζω παρὰ τὴν καθεστηκυῖαν ὥραν, σε Θουκ. 9. μεταφ., λέγεται για να δηλώσει εξάρτηση, εξαιτίας, ένεκα, παρὰ τὴν ἑαυτοῦ ἀμέλειαν, στον ίδ.· παρὰ τοῦτο γέγονε, σε Δημ. II. 1. λέγεται για χρόνο, καθόλη τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια, παρὰ τὴν ζόην, σε Ηρόδ.· παρὰ πάντα τὸν χρόνον, σε Δημ.· παρὰ ποτόν, καθώς έπιναν, σε Αισχίν. 2. κατά τη στιγμή όπου, παρ' αὐτὰ τἀδικήματα, Λατ. flagrante delicto, σε Δημ. Δ. ΘΕΣΗ: το παρὰ μπορεί να ακολουθεί το ουσ. σε όλες τις πτώσεις, αλλά έπειτα γίνεται με αναστροφή πάρα. Ε. ΑΝΑΣΤΡΟΦΗ: το πάρα επίσης τίθεται αντί πάρεστι και πάρεισι. ΣΤ. ΑΠΟΛΥΤΟ: παρά ως επίρρ., κοντά, μαζί, πλησίον, σε Όμηρ. Ζ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., I. παράλληλα με, δίπλα, παράλληλοι, παραπλέω. II. προς το μέρος, σε, προς, παραδίδωμι, παρέχω. III. κοντά σε κάποιο μέρος, δίπλα, παρέρχομαι, παρατρέχω. III. μεταφ., 1. πέρα από, δηλ. εσφαλμένα, λάθος, παραβαίνω, παρακρούω. 2. ως σύγκριση, παραβάλλω, παρατίθημι. 3. λέγεται για μεταβολή, παραλλάσσω, παράφημι.