Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πάγος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πάγος[ᾰ], (πήγνυμιI. αυτός που είναι συμπαγής ή στέρεα τοποθετημένος· κορυφή όρους, βραχώδης λόφος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Τραγ.· ὁ Ἄρειος (Ιων. Ἀρήιος) πάγος, ο βράχος του Άρειου Πάγου στην Αθήνα, βλ. Ἄρειος II. II. = παγετός, σε Σοφ.
πᾶγος, , Λατ. pagus, διαμέρισμα, διοικητική διαίρεση, επαρχία, σε Πλούτ.