Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διὰ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
διά, ποιητ. διαί, πρόθ. συντασσόμενη με γεν. και αιτ.· ριζική σημασία: δια μέσου, ανάμεσα.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ.: I. για τόπο ή χώρο: 1. λέγεται για κίνηση, σε ευθεία διάταξη, ανάμεσα, πέρα-πέρα, δια μέσου, διὰ μὲν ἀσπίδος ἦλθε ἔγχος, σε Ομήρ. Ιλ.· δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν, δια μέσου των χαμηλότερων στρωμάτων αέρα έως και τον αιθέρα ακόμα, στο ίδ.· διὰ πάντων ἐλθεῖν, διέρχομαι όλους τους βαθμούς των αξιωμάτων διαδοχικά, σε Ξεν. 2. λέγεται για κίνηση μέσα στο χώρο, αλλά όχι σε ευθεία γραμμή, δια μέσου, ανάμεσα· διὰ πεδίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· δι' ἄστεος, σε Ομήρ. Οδ. 3. λέγεται για τοπικά διαστήματα, διὰ δέκα ἐπάλξεων, σε κάθε δέκατη από τις επάλξεις, σε Θουκ.· διὰπέντε σταδίων, σε μια απόσταση πέντε σταδίων, σε Ηρόδ. II. για χρόνο: 1. λέγεται για διάρκεια, διὰ παντὸς τοῦ χρόνου, σε Ηρόδ.· δι' ἡμέρης, ολόκληρη τη διάρκεια της μέρας, στον ίδ.· διὰ παντός, συνεχώς, σε Αισχύλ.· δι' ὀλίγου, για σύντομο χρονικό διάστημα, σε Θουκ. 2. λέγεται για το διάστημα μεταξύ δύο χρονικών σημείων, διὰ χρόνου πολλοῦ ή διὰ πολλοῦ χρόνου, ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, σε Ηρόδ.· διὰ χρόνου, έπειτα από πολύ καιρό, σε Σοφ.· χρόνος διὰ χρόνου, χρόνο με το χρόνο, στον ίδ. 3. λέγεται για διαδοχικά διαστήματα, διὰ τρίτης ἡμέρης, ανά τρεις μέρες, σε Ηρόδ.· δι' ἐνιαυτοῦ, κάθε χρόνο, σε Ξεν. III. Ενεργ., δια μέσου, δια: 1. λέγεται για διαμεσολαβητή αντιπρόσωπο, δι' ἀγγέλων, μέσω των αγγελιαφόρων, σε Ηρόδ.· δι' ἑρμηνέως λέγειν, σε Ξεν. 2. λέγεται για το όργανο ή μέσο, διὰ χειρῶν, σε Σοφ.· διὰ χειρὸς ἔχειν, στο χέρι, στον ίδ.· 3. λέγεται για τον τρόπο, παίω δι' ὀργῆς, οργισμένα, σε Σοφ.· διὰ σπουδῆς, με σπουδή, βιαστικά, σε Ευρ. IV.λέγεται για να εκφράσει συνθήκες ή κατάσταση, δι' ἡσυχίης εἶναι, βρίσκομαι σε κατάσταση ηρεμίας, είμαι ήρεμος, σε Ηρόδ.· δι' ἀπεχθείας ἐλθεῖν τινι, μισούμαι από κάποιον, σε Αισχύλ.· δι' οἴκτου ἔχειν τινά, αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ. Β. ΜΕ ΑΙΤ.: I. για τόπο, με την ίδια σημασία όπως το διά με γεν.: 1. δια μέσου, ἕξ διὰ πτύχας ἦλθε χαλκός, σε Ομήρ. Ιλ. 2. πέρα ως πέρα, ᾤκεον δι' ἄκριας, σε Ομήρ. Οδ.· δι' αἰθέρα, σε Σοφ. II. για χρόνο, διὰ νύκτα, σε Ομήρ. Ιλ.· διὰ ὕπνον, κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε Μόσχ. III. Ενεργ.: 1. λέγεται για πρόσωπα, διά μέσου, εξαιτίας, με τη βοήθεια, μέσω· νικῆσαι διὰ Ἀθήνην, σε Ομήρ. Οδ.· διά σε, εξαιτίας του δικού σου σφάλματος ή υπηρεσίας, σε Σοφ.· εξαιτίας, λόγω, χάριν· αὐτὸς δι' αὐτόν, για χάρη δική του, σε Πλάτ.· διὰ τὴν ἐκείνου μέλλησιν, σε Θουκ. 2. λέγεται για πράγματα, τα οποία εκφράζουν αιτία, λόγο ή σκοπό, δι' ἐμὴν ἰσότητα, εξαιτίας της δικής μου θέλησης, σε Ομήρ. Ιλ.· δι'ἀχθηδόνα, χάριν πειράγματος, σε Θουκ.· διὰ τοῦτο, διὰ ταῦτα, εξαιτίας κ.λπ. Γ. ΧΩΡΙΣ ΠΤΩΣΗ: ως επίρρ., πέρα ως πέρα, ολωσδιόλου, εξ ολοκλήρου, σε Όμηρ. Δ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.: I. ανάμεσα, δια μέσου όπως στο διαβαίνω, II. σε διαφορετικές κατευθύνσεις, όπως στο διαπέμπω· λέγεται για το διαχωρισμό, ξεχωρίζω, διαμοιράζω, Λατ. dis-, όπως στο διασκεδάννυμι· λέγεται για διαφορά, διαφωνία, όπως στο διαφωνέω ή για αμοιβαία επίδραση, σχέση, όπως στα διαγωνίζομαι, διᾴδω, III. λέγεται για υπεροχή, επιβολή, όπως στα διαπρέπω, διαφέρω, IV. λέγεται για ολοκλήρωση, αποπεράτωση, ως το τέλος, εξ ολοκλήρου, εντελώς, όπως στο διαμάχομαι (πρβλ. Λατ. decertare), V. επίσης, για να επιτείνει, πέρα ως πέρα, όπως στο διαγαληνίζω, VI. επίσης, για μείγματα, εν μέρει, κάπως, όπως στο διάλευκος.
δῖα, , I. θηλ. του δῖος. II. Δία, αιτ. του Ζεύς.