Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαθύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βᾰθύς, βαθεῖα (Ιων. βαθέᾰ) βαθύ· γεν. βαθέος, βαθείας (Ιων. βαθέηςδοτ. βαθέϊ, βαθείῃ (Ιων. βαθέῃσυγκρ. βαθύτερος, ποιητ. βαθίων [ῑ], Δωρ. βάσσων· υπερθ. βαθύτατος, ποιητ. βάθιστος· I. ως επίθ., 1. βαθύς ή ψηλός, σύμφωνα με τη θέση από την οποία βλέπει κανείς, όπως το Λατ. altus· βαθέης αὐλῆς, από αυλή που περιτριγυρίζεται από υψηλό φράχτη, σε Ομήρ. Ιλ.· ἠιόνος προπάροιθε βαθείης, ἡ βαθιά, δηλ. πλατιά, εκτεταμένη ακτή, στο ίδ.· στον πεζό λόγο, χρησιμ. για να περιγράψει τη γραμμή του στρατού, σε Ξεν. 2. βαθύς ως προς τη σύσταση, πυκνός, λέγεται για ομίχλη, σε Όμηρ.· χρησιμοποιείται για οργωμένο έδαφος, αντίθ. προς το βραχώδες έδαφος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για αυτόν που έχει πυκνή, άφθονη, βαθιά βλάστηση, χρησιμοποιείται για δάση, σιτηρά, σύννεφα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.α.· με αυτή τη σημασία λέγεται και για τα μαλλιά, σε Ξεν. 3. βίαιος, ισχυρός, σφοδρός, χρησιμοποιείται για καταιγίδα, σε Ομήρ. Ιλ. 4. γενικά, μεγάλος, άφθονος, πληθωρικός· βαθὺ κλέος, βαθὺς κλῆρος, σε Πίνδ.· βαθεῖα τέρψις, σε Σοφ.· βαθὺς ἀνήρ, ένας πλούσιος άνδρας, σε Ξεν.· βαθὺς ὕπνος, ύπνος που εκτείνεται σε βάθος και σε διάρκεια, σε Θεόκρ. 5. λέγεται για τη διάνοια, βαθυστόχαστος, συνετός, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· βαθύτερα ἤθεα, σε Ηρόδ. 6. βαθύς ως προς το χρόνο, αυτός που βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένος· βαθὺς ὄρθρος (βλ. ὄρθροςβαθὺ τῆς ἡλικίας, σε Αριστοφ.· βαθὺ γῆρας, σε Ανθ.· II. ως επίρρ., βαθέως, σε Θεόκρ.