LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπερπηδάω"
- ὑπερ-πηδάω, μέλ. -ήσομαι, I. πηδώ πάνω από, με αιτ., σε Αριστοφ. II. μεταφ., υπερπηδώ, υπερβαίνω, σε Δημ., Αισχίν.