Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπέγγυος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπ-έγγυος, -ον, αυτός που έχει δώσει εγγύηση, υπόλογος ή υποκείμενος σε ποινή, τιμωρία, υπεύθυνος, σε Αισχύλ.· ὑπέγγυος πλὴν θανάτου, αυτός που υπόκειται σε κάθε είδους ποινή εκτός εκείνης του θανάτου, σε Ηρόδ.· με δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, αξιοπιστία στην ανθρώπινη και θεία δικαιοσύνη, σε Ευρ.