LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐξανθέω"
- ἐξ-ανθέω, μέλ. -ήσω, 1. βάζω, τοποθετώ λουλούδια, σε Ξεν. 2. μεταφ., εμφανίζομαι ξαφνικά, προβάλλω, ως ανθοφορία, ανθίζω, σε Αισχύλ., Ευρ.· λέγεται για έλκη, ξεσπώ, εκδηλώνομαι, εμφανίζομαι, σε Θουκ., Λουκ.