Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φορτίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φορτίζω, μέλ. -ίσω (φόρτος), φορτώνω, σε Βάβρ.· φορτίον φορτίζω τινά, γεμίζω με φορτίο κάποιον, σε Κ.Δ.Μέσ., τὰμείονα φορτίζεσθαι, βάζω στο πλοίο το μικρότερο μέρος της περιουσίας μου, σε Ησίοδ.Παθ., φορτώνομαι βαρέα φορτία, μτχ. παρακ. πεφορτισμένος, σε Κ.Δ., Λουκ.