Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τύραννος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τύραννος[ῠ], , I. 1. απόλυτος άρχοντας, του οποίου η εξουσία δεν περιορίζεται ούτε από τους νόμους ούτε από κάποιο πολιτικό σύστημα, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· δεν είχε εφαρμογή στις παλιές κληρονομικές βασιλείες (βασιλεῖαι), όπως εκείνες του Ομήρου ή της Σπάρτης· σήμαινε μάλλον τον παράνομο τρόπο κατά τον οποίο καταλαμβάνονταν η εξουσία, παρά τον τρόπο κατά τον οποίο εξασκούνταν, επειδή η λέξη τύραννος χρησιμοποιείται και για τον ήπιο Πεισίστρατο, αλλά όχι για τους δεσποτικούς βασιλείς της Περσίας. Παρόλα αυτά, η λέξη σύντομα κατάντησε ονειδιστική, σε Πλάτ. κ.λπ. 2. με ευρύτερη σημασία, ο γιος του τυράννου ή κάθε μέλος της οικογένειας αυτού, σε Σοφ.· ομοίως, ἡ τύραννος ήταν και η βασίλισσα (γυναίκα του τυράννου) και η πριγκίπισσα (κόρη αυτού), σε Ευρ. II. 1. τύραννος, -ον, ως επίθ., βασιλικός, σε Τραγ. 2. αυτοκρατορικός, δεσποτικός, σε Θουκ.· τύραννα δρᾶν, σε Σοφ. (το τύρ-αννος είναι πιθ. από την ίδια ρίζα όπως το κύρ-ιος, κοίρ-ανος).