Αποτελέσματα για: "τότε"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
τότε, Δωρ. τόκᾰ, 1. επίρρ., κατ' εκείνο τον χρόνο, τότε, Λατ. tunc, ανάλογο του αναφορικού ὅτε ή ὁπότε, αντίθ. του νῦν, σε Ομήρ. Ιλ., Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με αόριστη σημασία, κατά τους χρόνους εκείνους, προηγουμένως, σε Σοφ. κ.λπ.· τότ' ἢ τότε, κατά κάποιο χρόνο ή περίσταση, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. σε συνδυασμό με άλλα μόρια, καὶ τότε δή, σε Όμηρ.· καὶ τότ' ἔπειτα, σε Ομήρ. Ιλ.· τότε δή ῥα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· τότ' ἤδη, τότε επιτέλους, σε Ησίοδ. 3. με το άρθρο, οἱ τότε, οι άνθρωποι που ζούσαν εκείνον τον καιρό, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· οἱ τότε ἄνθρωποι, σε Ηρόδ.· τῇ τόθ' ἡμέρᾳ, σε Σοφ.· ἐν τῷ τότε (ενν. χρόνῳ), σε Θουκ. 4. εἰς τότε, έως τότε, σε Δημ.· ἐκ τότε ή ἐκτότε, από τότε, σε Πλούτ.
-
τοτέ (με διαφορετική προφορά), επίρρ., κατά καιρούς, κάπου κάπου, τοτὲ μέν..., τοτὲ δέ..., άλλοτε μεν..., άλλοτε δε..., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τότ' ἄλλος, ἄλλοθ' ἅτερος, σε Σοφ.· τοτὲ μέν..., αὖθις δέ..., σε Πλάτ.
-
τοτελευταῖον, τοτέταρτον, τοτηνίκᾰ, τοτηνῐκάδε, τοτηνῐκαῦτα, προτιμητέα χωριστά τὸ τελευταῖον κ.λπ.