LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "συνωρίς"
- συνωρίς, -ίδος, ἡ (συνήορος), 1. ζεύγος αλόγων, Λατ. biga, σε Ευρ., Αριστοφ. 2. γενικά, οποιοδήποτε ζεύγος, ζευγάρι, δυάδα, σε Τραγ.· ποδοῖν ξυνωρίς, δεσμά που προορίζονται για τα πόδια, σε Αισχύλ.