LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "στενάζω"
- στενάζω, μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ἐστέναξα (στένω)· I. αναστενάζω συχνά, βαριαναστενάζω γενικά, αναστενάζω, βαριαναστενάζω, οδύρομαι, αγκομαχώ, γογγύζω, σε Τραγ.· τί ἐστέναξας τοῦτο; γιατί αναστενάζεις έτσι; σε Ευρ.· με σύστ. αιτ., παιᾶνα στενάζω, στον ίδ. II. μτβ., θρηνώ, πλαντάζω, γογγύζω, θρηνολογώ, ολοφύρομαι, σε Σοφ. κ.λπ.

