Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόωρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρό-ωρος, -ον (ὥρα), αυτός που βρίσκεται πριν από την ώρα του, άκαιρος, πρόωρος, σε Ανθ.