Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πορφύρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πορφύρω[ῡ], μόνο σε ενεστ. και παρατ. I. 1. κυρίως λέγεται για θάλασσα, ὡς ὅτε πορφύρῃ πέλαγος μέγα κύματι κωφῷ, καθώς το τεράστιο πέλαγος, σκουραίνει τα κύματα και αυτά φουσκώνουν βουβά (δηλ. χωρίς να κάνουν παφλασμό), σε Ομήρ. Ιλ. 2. μεταφ., πολλὰ δέ οἱ κραδίη πόρφυρε, η καρδιά του ήταν πολύ ανήσυχη στο βάθος της, σε Όμηρ. II. μεταγεν. του Ομήρ., όταν το κοχύλι (πορφύρα) και το χρώμα του έγιναν γνωστά, γίνομαι πορφυρός ή κόκκινος, σε Βίωνα, Ανθ.· ομοίως στη Μέσ., εὔδια μέν, σε Ανθ. (πιθ. αναδιπλ. από φύρω).