Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μαῖα"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
μαῖα, , 1. καλή μητέρα, (οικο)δέσποινα, σε Ομήρ. Οδ. 2. παραμάνα, τροφός, σε Ευρ.· επίσης, η πραγματική μητέρα, σε Αισχύλ., Ευρ. 3. μαία, μαμμή, σε Πλάτ.
Μαῖα, Ιων. Μαίηἡ, η Μαία, κόρη του Άτλαντα, μητέρα του Ερμή, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
Μαίανδρος, , I.Μαίανδρος, ποταμός της Καρίας (Μ. Ασία), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. II.μεταφ., περιελισσόμενο γεωμετρικό σχέδιο διακόσμησης, σε Στράβ.
Μαιάς, -άδος, , = Μαῖα, σε Ομήρ. Οδ.