Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λαισήϊον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λαισήϊον, τό (λάσιος), είδος μικρής ασπίδας, ελαφρότερη της συνηθισμένης ἀσπίδος, καλυμμένη με ακατέργαστα δέρματα ζώων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.