Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κόρυζα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
κόρυζα, -ης, , «τρέξιμο» της μύτης, καταρροή, Λατ. pituita, σε Λουκ.· μεταφ., εκροή σάλιου, άνοια, στον ίδ.
κορυζάω, μέλ. -ήσω, τρέχει η μύτη μου, σε Πλάτ.