Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐ-ώνῠμος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐ-ώνῠμος, -ον (ὄνυμα, Αιολ. αντί ὄνομαI. 1. αυτός που έχει καλό όνομα, τιμημένος, έντιμος, σε Ησίοδ., Πίνδ. κ.λπ. 2. ευοίωνος, ευνοϊκός, αίσιος, στον ίδ., Πλάτ. II. ευφημ. αντί ἀριστερός (γιατί οι κακοί οιωνοί έρχονταν απ' τα αριστερά), αριστερός, αυτός που βρίσκεται στ' αριστερά, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· ἐξ ἐυωνύμου χειρός ή ἐξ εὐωνύμου, στα αριστερά, σε Ηρόδ.