LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ελληνικός"
- Ἑλληνικός, -ή, -όν (Ἕλλην), I. 1. ελληνικός, σε Ηρόδ., Αττ. 2. τὸ Ἑλληνικόν, οι Έλληνες περιληπτικά, σε Ηρόδ.· οι Έλληνες στρατιώτες, ο ελληνικός στρατός, σε Ξεν. 3. τὰ Ἑλληνικά, η αφήγηση, η εξιστόρηση των ελληνικών ζητημάτων, σε Θουκ. II. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε Έλληνες, σε Αριστοφ.· επίρρ. -κῶς, κατά τον ελληνικό τρόπο, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο, σε Ηρόδ.