Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εκτρί"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐκ-τρίβω[ῑ], μέλ. -ψω, Παθ. μέλ. βʹ -τρῐβήσομαι, παρακ. -τέτριμμαι· I. τρίβω με δύναμη και μέσω της τριβής, παράγω κάτι, πῦρ ἐκτρ., παράγω, δημιουργώ, ανάβω φωτιά μέσω τριβής, σε Ξεν.· τρίβω δυνατά, σε Σοφ. II. συντρίβω, δηλ. καταστρέφω εξ ολοκλήρου, ολοκληρωτικά, σε Ηρόδ., Ευρ.· βίον ἐκτρ., τελειώνω άσχημα έναν άθλιο βίο, σε Σοφ.Παθ., πρόρριζος ἐκτρέτριπται, σε Ηρόδ. III. τρίβω διαρκώς, φθείρω, λιώνω, σε Ευρ.