Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαφορ"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
διαφορά, (διαφέρω), I. διαφορά, διάκριση, ανομοιότητα, σε Θουκ. II. διάσταση, διαφωνία, διένεξη, φιλονικία, σε Ηρόδ., Ευρ.
δια-φορέω, μέλ. -ήσω, = διαφέρω· I. 1. διαδίδω ολόγυρα, διασκορπίζω, εξαπλώνω, σε Ομήρ. Οδ. 2. μεταφέρω, φέρνω μακριά, σε Θουκ.· ιδίως, ως διαρπαγή, λαφυραγωγία, σε Ηρόδ. 3. λεηλατώ, διαγουμίζω, οἶκον, πόλιν, σε Ηρόδ.Παθ., διαφορεῖσθαι ὑπό τινος, σε Δημ. 4. σχίζω σε κομμάτια, σε Ευρ.Παθ., σε Ηρόδ. II. μεταφέρω απέναντι από τη μια άκρη στην άλλη, σε Θουκ.
διαφόρησις, -εως, , λεηλασία, διαρπαγή, σε Πλούτ.
διάφορος, -ον (διαφέρω), I. 1. διαφορετικός, ανόμοιος, αντίθετος με, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. 2. σε διάσταση ή διαφωνία με κάποιον άλλο, με δοτ., σε Ευρ.· με εχθρική σημασία, σε διαφωνία με, τινι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με γεν., δ. τινος, αντίπαλος κάποιου, σε Δημ. 3. διακεκριμένος, αξιοπρόσεκτος, εξαίρετος, σε Πλούτ. 4. αυτός που σηματοδοτεί τη διαφορά, σύμφορος, κερδοφόρος, σε Θουκ. II. ως ουσ., διάφορον, τό: 1. διαφορά, σε Ηρόδ., Ευρ., Δημ. 2. αυτό που ενδιαφέρει κάποιον, ένα ζήτημα σημαντικό, σε Θουκ., Δημ. 3. διαφορά, διαφωνία, στον ίδ. 4. σε σχέση με οικονομικά ζητήματα, ισοζύγιο κάποιου, δαπάνες, υπόλοιπο, στον ίδ. III. 1. επίρρ. -ρως, ποικιλοτρόπως, ανόμοια, σε Θουκ.· δ. ἔχειν διαφέρει, σε Πλάτ. 2. εξαίσια, εξαίρετα, σε Δημ.
διαφορότης, -ητος, , διαφορά, σε Πλάτ.