Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "διαθρύπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-θρύπτω, μέλ. -ψω, — Παθ. αόρ. βʹ διετρύφην [ῠ]· I. σπάζω σε τεμάχια, σπάζω σε κομμάτια, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα, σε Λουκ.Παθ., τριχθά τε καὶ τετραχθὰ διατρυφὲν (τὸ ξίφος), σε Ομήρ. Ιλ.· ἀσπίδες διατεθρυμμέναι, σε Ξεν. II. 1. μεταφ., όπως το Λατ. frangere, καταρρακώνω κάποιον μέσω έκλυτης ζωής και τρυφηλού, αμαρτωλού βίου, αποχαυνώνω, εκθηλύνω, παραχαϊδεύω, κάνω κάποιον αδύναμο και θηλυπρεπή, σε Πλάτ., Ξεν.Παθ., αποχαυνώνομαι, παραχαϊδεύομαι, διαφθείρομαι, γίνομαι μαλθακός, σε Αισχύλ., Ξεν. 2.Μέσ., περηφανεύομαι, το παίρνω πάνω μου, γίνομαι υπερόπτης, λέγεται για κάποιον σεμνότυφο, σε Θεόκρ.· λέγεται για γυναίκα αοιδό, διαθρύπτεται ἤδη, παίρνει πόζα, στον ίδ.