Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δεῦρο"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δεῦρο, επιτετ. στην Αττ. δευρί, επίρρ.· I. 1. τόπου, εδώ, προς τα εδώ, Λατ. huc, με ρήματα που δηλώνουν κίνηση, σε Όμηρ. κ.λπ.· με ρήματα που δηλώνουν στάση (έχω έρθει εδώ και) είμαι εδώ, σε Σοφ. 2. χρησιμ. για να φωνάξουμε κάποιον, εδώ! ἀπ' εδώ! έλα!, Λατ. adesdum, ἄγε δεῦρο, δεῦρ' ἄγε, δεῦρ' ἴθι, δευρ' ἴτω, πάντοτε με ρήμα στον ενικ. (το δεῦτε χρησιμ. με ρήμα στον πληθ.), σε Όμηρ.· αλλά με πληθ. στους Τραγ. 3. χρησιμ. σε επιχειρήματα, μέχριδ. τοῦ λόγου, μέχρι του συγκεκριμένου σημείου της υπόθεσης, σε Πλάτ. II. χρόνου, μέχρι τώρα, μέχρι στιγμής, έως τώρα, σε Τραγ., Πλάτ.· επίσης, δεῦρ' ἀεί, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).