LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βαθύκολπος"
- βᾰθύ-κολπος, -ον, I. αυτός που έχει ή φορά ρούχα που πέφτουν σε βαθιές πτυχώσεις (πρβλ. βαθύζωνος), επίθ. για τις Τρωαδίτισσες, σε Ομήρ. Ιλ. II. αυτή που έχει μεγάλα στήθη, βαθύστηθος, σε Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τη γη, σε Πίνδ. (πρβλ. βαθύστερνος).