LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὐλών"
- αὐλών, -ῶνος, ὁ, ποιητ. επίσης ἡ, (αὐλός)· 1. χαράδρα, φαράγγι, λαγκαδιά, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ., Αριστοφ. 2. διώρυγα, αυλάκι, οχετός, σε Ηρόδ. 3. πορθμός, στενό, σε Αισχύλ.· αὐλῶνες πόντιοι, θαλάσσια στενά, δηλ. αρχιπέλαγος, σε Σοφ.