Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αὐλή"

Βρέθηκαν 7 λήμματα [1 - 7]
αὐλή, [πιθ. από ἄημι (ἄϜημι), φυσώ, (καθώς, η αὐλή ήταν ανοιχτή στον αέρα)]· I. 1. στον Όμηρ. η αυλή μπροστά από την οικία, που έχει κτίσματα ολόγυρά της και στη μέση το βωμό του Έρκειου Δία (Ζεὺς Ἑρκεῖος)· ήταν κάποτε ο τόπος συνάντησης της οικογένειας και η μάνδρα για τα ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.· είχε δύο πόρτες, δηλ. την πόρτα της οικίας (πρβλ. αὔλειος), και άλλη μια που οδηγούσε μέσα από την αἴθουσαν στον πρόδρομο (πρόδρομος), σε Ομήρ. Οδ. 2. περίβολος της αυλής, σε Ομήρ. Ιλ. II. μετά τον Όμηρ. η αὐλή ήταν ο περίβολος ή το τετράγωνο, γύρω από το οποίο ήταν χτισμένη η οικία έχοντας ένα διάδρομο (περιστύλιον), από τον οποίο οι πόρτες οδηγούσαν στα δωμάτια των ανδρών· απέναντι από την πόρτα της οικίας (πρβλ. αὔλειος) ήταν η μέσαυλος ή μέταυλος (βλ. αυτ.), που οδηγούσε στα γυναικεία μέρη του σπιτιού, σε Ηρόδ., Αττ. III. γενικά, οποιαδήποτε αυλή ή θάλαμος σε Όμηρ., Τραγ.
αὔλημα, -ατος, τό (αὐλέω), κομμάτι μουσικής που παίζεται με τον αυλό, σε Αριστοφ., Πλάτ.
αὔλησις, -εως, (αὐλέω), ήχος αυλού, σε Πλάτ.
αὐλητήρ, -ῆρος, , = αὐλητής, σε Ησίοδ. κ.λπ.
αὐλητής, -οῦ, (αὐλέω), αυτός που παίζει αυλό, Λατ. tibicen, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
αὐλητικός, , -όν (αὐλέω), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον αυλό, σε Πλάτ.· ἡ αὐλητική (ενν. τέχνη), η τέχνη του αυληστή, στον ίδ.
αὐλητρίς, -ίδος, (αὐλέω), κόρη που παίζει αυλό, Λατ. tibicina, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.