LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αὐαίνω"
- αὐαίνω, Αττ. αὑ-· μέλ. αὐανῶ, αόρ. αʹ ηὔηνα ή αὔ — Παθ. αόρ. αʹ ηὐάνθην ή αὐ, μέλ. Μέσ. αὐανοῦμαι, με Παθ. σημασία· (αὔω, ξηραίνω)· 1. ξηραίνω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Ξεν. 2. ξηραίνω ή μαραίνω, αὐανῶ βίον, θα φθείρω τη ζωή μου, σε Σοφ. — Παθ., αὐανθείς, αποξηραμένος, μαραμένος, σε Αισχύλ.· ομοίως με Μέσ. απαρ. αὐανοῦμαι, θα φθαρώ, θα μαραθώ, σε Σοφ.