Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ευ"

Βρέθηκαν 878 λήμματα [41 - 60]
εὐ-άνθεμος, -ον (ἄνθεμον), λουλουδιασμένος, ανθισμένος, ανθηρός, σε Ανθ.
εὐανθέω, λουλουδιάζω ή ανθίζω, σε Λουκ.
εὐ-ανθής, -ές (ἄνθος),· I. ανθηρός, ανθισμένος, μπουμπουκιασμένος, ζωηρός, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. αυτός που βρίσκεται σε πλήρη άνθιση, ολάνθιστος, σε Θέογν., Αριστοφ. 2. ανθηρός, ζωηρόχρωμος, χαρωπός, χαρούμενος, λαμπρός, σε Πλάτ., Ανθ. III. μεταφ., ανθηρός, ζωηρός, ωραίος, καλός, σε Αριστοφ.
εὐᾱνορία, , Δωρ. αντί εὐηνορία.
εὐ-άντητος, -ον (ἀντάω), προσιτός, ευκολοπλησίαστος, καταδεκτικός, προσηνής, ευμενής, σε Ανθ.
εὐ-άντυξ, -ῠγος, , , αυτός που έχει ωραίο θόλο, όμορφη καμάρα, σε Ανθ.
εὐάνωρ[ᾱ], -ορος, , , Δωρ. αντί εὐήνωρ.
εὐ-απάλλακτος, -ον, αυτός από τον οποίο εύκολα απαλλάσσεται κάποιος, σε Ξεν.
εὐ-ᾰπάτητος, -ον (ἀπατάω), αυτός που ξεγελιέται εύκολα, εύπιστος, ευκολόπιστος, σε Πλάτ.
εὐαπήγητος, -ον, Ιων. αντί εὐαφήγητος.
εὐ-απόβᾰτος, -ον (ἀποβαίνω), αυτός που είναι εύκολος στην απόβαση, κατάλληλος, πρόσφορος για αποβίβαση, για προσεδάφιση, σε Θουκ.
εὐ-απολόγητος, -ον (ἀπολογέομαι), ευκολοσυγχώρητος, σε Πλούτ.
εὐ-αποτείχιστος, -ον (ἀποτειχίζω), αυτός που εύκολα περιβάλλεται από τείχος, αυτός που μπορεί εύκολα να αποκλειστεί από οχυρά ή αυλάκια, σε Θουκ., Ξεν.
εὐ-άρεσκος, -ον, = εὐάρεστος, σε Ξεν.
εὐ-άρεστος, -ον (ἀρέσκω), ευχάριστος, ικανοποιητικός, τερπνός, σε Κ.Δ.· επίρρ., εὐαρεστοτέρως διακεῖσθαί τινι, γίνομαι περισσότερο ευχάριστος σε κάποιον, σε Ξεν.
εὐ-ᾰρίθμητος, -ον, αυτός που υπολογίζεται, αριθμείται εύκολα, δηλ. λίγος στον αριθμό, σε Πλάτ.
εὔ-αρκτος, -ον (ἄρχω), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με ευκολία, πειθήνιος, λέγεται για στόμα αλόγου, σε Αισχύλ.
εὐ-άρμᾰτος, -ον (ἅρμα), αυτός που έχει ωραίο άρμα, σε Σοφ.
εὐαρμοστία, , επιτηδειότητα στους τρόπους και στις διαθέσεις, σε Πλάτ., Δημ.
εὐ-άρμοστος, -ον (ἁρμόζω), I. καλά συνδεδεμένος, αρμονικός, σε Ευρ., Πλάτ. II. λέγεται για ανθρώπους, βολικός, καλόβολος, επιτήδειος, σε Πλάτ.