Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὄμνῡμι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὄμνῡμι και ὀμνύω· προστ. ὄμνυθι και ὄμνυ· γʹ πληθ. ὀμνύντων, γʹ ενικ. (από ενεστ. ὀμνύω) ὀμνυέτω· παρατ. ὤμνυν, μέλ. ὀμοῦμαι, -εῖ, -εῖται, μεταγεν. ὀμόσω· αόρ. αʹ ὤμοσα, Επικ. ὤμοσσα, ὄμοσα, -οσσα· παρακ. ὀμώμοκα, υπερσ. ὀμωμόκεινΠαθ., μέλ. ὀμοσθήσομαι, αόρ. αʹ ὠμόσθην, γʹ ενικ. παρακ. ὀμώμοται ή ὀμώμοσται, μτχ. ὀμωμοσμένος· I. ορκίζομαι, σε Όμηρ.· με σύστ. αιτ., ὀμνυέτω δέ τοι ὅρκον, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅτις κ' ἐπίορκον ὀμόσσῃ, οποιοσδήποτε κι αν ψευδορκήσει, στο ίδ. II. 1. ορκίζομαι για κάτι, επιβεβαιώνω ή επικυρώνω με όρκο, ενόρκως, ταῦτα δ' ἐγὼν ἐθέλω ὀμόσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄμν. τὴν εἰρήνην, σε Δημ. 2. ακολουθ. από απαρ. μέλ., ορκίζομαι ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· συχνά με το ἦ μὲν ή (στην Αττ.) το ἦ μήν, να προηγείται του απαρ., καί μοι ὄμοσσον ἦ μέν μοι ἀρήξειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, με απαρ. αορ. και ἄν, σε Ξεν.· ακολουθ. από απαρ. ενεστ., ορκίζομαι ότι κάνω κάτι, σε Σοφ.· με απαρ. παρακ. ορκίζομαι ότι δεν, σε Δημ. 3. απόλ., εἰπεῖν ὀμόσας, προβάλλω ισχυρισμό παίρνοντας όρκο, σε Πλάτ. III. με αιτ. προσ. ή πράγμ. στο οποίο κάποιος ορκίζεται, ορκίζομαι σε, ὀμόσαι Στυγὸς ὕδωρ, σε Ομήρ. Ιλ.· ὀμωμοκὼς τοὺς θεούς, σε Δημ.· σπανίως με δοτ., τῷ δ' ἄρ' ὄμνυτ', σε Αριστοφ.Παθ., ὀμώμοσται Ζεύς, έχει γίνει όρκος στο όνομα του Δία, έχει επικληθεί σαν μάρτυρας ο Δίας, σε Ευρ.