Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀργίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀργίζω (ὀργή II), αόρ. ὤργισα, I. κάνω κάποιον να θυμώσει, προκαλώ οργή, εξερεθίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ. II. συνηθέστερο στην Παθ.· με Μέσ. και Παθ. μέλ. ὀργιοῦμαι, ὀργισθήσομαι· αόρ. αʹ ὠργίσθην, παρακ. ὤργισμαι, θυμώνω, οργίζομαι, σε Σοφ. κ.λπ.· τινι, με κάποιο πρόσωπο ή πράγμα, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.· τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης, τα οργισμένα τους αισθήματα, σε Θουκ.