Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπι-βουλεύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-βουλεύω, μέλ. -σω, I. 1. σχεδιάζω κακό ή συνωμοτώ εναντίον, κακὸν πόλει, σε Τυρτ.· θάνατόν τινι, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ. μόνο, μηχανορραφώ εναντίον, στήνω παγίδες, τῇ πόλει, σε Αισχύλ.· τῷ πλήθει, σε Αριστοφ.· απόλ., οὑπιβουλεύων, συνωμότης, σε Σοφ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, σχεδιάζω στα κρυφά, μηχανορραφώ, συνωμοτώ, τὸν ἔκπλουν, σε Θουκ. 2. με δοτ. πράγμ., κάνω σχέδια για, σκοπεύω σε, πρήγμασι μεγάλοισι, σε Ηρόδ.· τυραννίδι, σε Πλάτ. 3. με απαρ., προτίθεμαι, σκοπεύω, υπολογίζω, λογαριάζω ή σχεδιάζω να κάνω, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. Παθ., με Μέσ. μέλ. -εύσομαι, αόρ. αʹ -εβουλεύθην· έχω μηχανορραφίες σχηματισμένες εναντίον μου, είμαι αντικείμενο επιβουλών, συνωμοσιών, στον ίδ. 2. λέγεται για πράγματα, σχεδιάζομαι εναντίον, πρᾶγμα, ὅ τοῖς θεοῖς ἐπιβουλεύεται, σε Αριστοφ.· τὰ ἐπιβουλευόμενα, επιβουλές, μηχανορραφίες, σε Ξεν.