Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπ-ίσταμαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-ίσταμαι, βʹ πρόσ. -ασαι, επίσης ἐπίστᾳ, ἐπίστῃ, Ιων. ἐπίστεαι· προστ. ἐπίστασο, Ιων. ἐπίσταο, συνηρ. ἐπίστω· υποτ. ἐπίστωμαι, Ιων. -έωμαι· παρατ. ἠπιστάμην, -ασο, -ατο, Ιων. ἐπίστατο, Ιων. γʹ πληθ. ἠπιστέατο ή ἐπιστέατο· μέλ. ἐπιστήσομαι· αόρ. αʹ ἠπιστήθην (πιθ. ἐφ-ίσταμαι), αποθ.: I. 1. με απαρ., ξέρω πως να κάνω κάτι, μπορώ να κάνω, είμαι ικανός να πράξω, σε Όμηρ., Αττ. 2. είμαι βέβαιος ή πιστεύω ότι κάτι είναι έτσι, σε Ηρόδ. II. 1. με αιτ., καταλαβαίνω ένα ζήτημα, γνωρίζω, είμαι έμπειρος σε κάτι ή το γνωρίζω καλά, σε Όμηρ. κ.λπ.· μετά τον Όμηρ., γνωρίζω κάτι ως γεγονός, γνωρίζω με βεβαιότητα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ., Αττ. 2. σπάνια, γνωρίζω κάποιον, σε Ευρ. III. με μτχ., γνωρίζω ότι κάποιος είναι, έχει κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ. IV.μτχ. ενεστ. ἐπιστάμενος, , -ον, χρησιμ. επίσης, συχνά, ως επίθ., μορφωμένος, πληροφορημένος, ειδήμων, κατανοών, ευφυής, ικανός, επιδέξιος, σε Όμηρ.· με γεν., έμπειρος ή πεπειραμένος σε κάτι, στον ίδ.· επίρρ. ἐπιστᾰμένως, με επιδεξιότητα, με εμπειρία, συνετά, φρόνιμα, στον ίδ., σε Ησίοδ.