Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἅ-πας"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἅ-πας, ἅ-πασα, ἅ-παν (α αθροιστικό και πᾶς), επιτετ. του πᾶς· I. 1. όλος μαζί, όλος, συνολικός, ολόκληρος· και στον πληθ., όλοι μαζί, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. με επίθ., ἀργύρεος ἅπας, όλος από ασήμι, δηλ. από συμπαγή άργυρο, σε Ομήρ. Οδ.· ἅπαν κακόν, ολοσχερής συμφορά, σε Αριστοφ. II. στον ενικ., όπως το πᾶς, ο καθένας, Λατ. unusquisque, πᾶν, κάθε τι, Λατ. unumquodque, σε Ηρόδ., Αττ.